«Σύγχρονες όψεις της Βαλκανικής Φωτογραφίας» - 2005
Δεκαπέντε σύγχρονοι καλλιτέχνες από τη Σερβία, Fyrom, Τουρκία, Βουλγαρία και Ελλάδα επιχειρούν να αποτυπώσουν τις σύγχρονες όψεις της βαλκανικής φωτογραφίας και ζητούν τη συνδρομή μας γιατί ο φωτογράφος επιλέγει το σημείο θέασης, αλλά όχι και τον τρόπο. Ο θεατής είναι εκείνος που μέσα από τη μνήμη και τα βιώματά του, τις επιθυμίες και τις φοβίες του, τις αξίες και τα στερεότυπά του, θ ανακαλύψει το δικό του «σημείο φυγής», για να δραπετεύσει από το μαζικό βλέμμα -ετεροκαθοριζόμενο από το life-style- προς μια θέαση του κόσμου περισσότερο ελεύθερη και προσωπική.
Ο Φώτης Παλαιολόγος εξωθεί το «σημείο φυγής» στα άκρα ακόμη και έξω από το κάδρο παράλληλα όμως μας δίνει και το μέσο για μια άλλη φυγή, στο χώρο και το χρόνο: το τρένο. Φωτογραφημένα σε λοξή προοπτική και με ευρυγώνιο φακό, τα παλιά παροπλισμένα βαγόνια εμψυχώνονται και τα βαριά μεταλλικά κουφάρια μεταμορφώνονται σε διαστελλόμενες φόρμες που εισβάλλουν δυναμικά στο οπτικό πεδίο, παρασύροντας με ταχύτητα τη ματιά και τη σκέψη μας.
Στο εσωτερικό των βαγονιών ο Αργύρης Λιαπόπουλος παίζει με τη διαφάνεια και τις πολλαπλές ανακλάσεις που προσφέρει η γυάλινη επιφάνεια των παραθύρων. Μας εισάγει σ έναν κόσμο αλλόκοτο, όπου η λογική γεωγραφική διάταξη καταργείται: η θάλασσα μπορεί να εγγράφεται πάνω σ ένα βουνό και κάθε εικόνα του εξωτερικού κόσμου να ενσωματώνει μια άλλη, μικρότερη. Διευρύνει έτσι ένα γνωστό στην Ιστορία της Τέχνης σχήμα, αναδιατυπώνοντάς το ως «ο πίνακας μέσα στον πίνακα...μέσα στον πίνακα»: από την αρχική εικόνα που ορίζει το κάδρο του (παράθυρο στο εσωτερικό ενός βαγονιού) ξεπηδά μια δεύτερη (το ορεινό τοπίο που εκτείνεται πέρα από το παράθυρο), ενώ μέσα σ αυτήν ανοίγει μια τρίτη εικόνα (το αντικρινό ανακλώμενο τοπίο). Τελικά τα τοπία χάνουν την υλικότητά τους, γίνονται διάφανες συνθέσεις από φως, γυαλί και κίνηση. Ο χώρος σχετικοποιείται και ο θεατής μοιάζει να έχει τη δύναμη να ανοίγει διαρκώς νέα παράθυρα σ αυτόν τον κόσμο, γυρεύοντας νέες, παράδοξες ίσως, θέες.
Εξίσου παράδοξες είναι και οι «ραδιενεργές» εικόνες του Γιώργου Ιωαννίδη (Ζακ), που επενδύει τη φύση με χρώματα σχεδόν αντινατουραλιστικά: τα χαλίκια στο δρόμο εκπέμπουν μια χρυσαφένια ομίχλη, το ερημικό τοπίο τυλίγεται μ ένα εμπρηστικό κόκκινο, ένα πηκτό βελούδινο κυπαρισσί σαρώνει τα δάση, ενώ από τους τοίχους του δωματίου στάζει ένα δηλητηριώδες πράσινο. Τοπία και πέτρες περιέχουν το ένα το άλλο σε διάφορες παραλλαγές χαλίκι, βότσαλο, βράχος, τοίχος, η πέτρα δεν γεμίζει απλώς τα τοπία, αλλά ταυτόχρονα εμπεριέχει η ίδια άλλα κρυμμένα τοπία, που ξεπηδούν μέσα από τις φαγωμένες επιφάνειες των μισογκρεμισμένων τοίχων.
Αυτή η διακριτική ομορφιά της πέτρας γοητεύει και τον Γιώργο Παπαχαραλάμπους. Το βλέμμα του μένει καθηλωμένο πάνω στα μαρμάρινα θραύσματα, μεγεθύνοντας απροσδόκητα «ασήμαντες» λεπτομέρειες. Τρίγωνα και ορθογώνια, οριζόντιες και κάθετες και τα κομμάτια ενός αρχαίου δρόμου, που ράγισε κάτω από τα περαστικά βήματα και τον αδυσώπητο χρόνο. Η Γεωμετρία, όμως, είναι πιο δυνατή από το Χρόνο, αφού μέσα από τη διάσπαση θριαμβεύει η ενότητα: τα πέτρινα αυτά παζλ διαλύονται και ανασυντίθενται αενάως μπροστά στα μάτια μας.
Περισσότερο ανθρωποκεντρικοί στη θεματολογία τους, οι αδελφοί Senay και Hacer Yilmaz αποτυπώνουν σε ασπρόμαυρο φιλμ το μικρό και το καθημερινό, το τοπικό και το παραδοσιακό: η μάνα στη φτωχική γειτονιά, ο κόσμος που ξαποσταίνει στα πάρκα, άνθρωποι που αποκοιμούνται στις αίθουσες αναμονής, δυο φίλοι που ρεμβάζουν στην προκυμαία.
Στα ασπρόμαυρα πεζοδρόμια της πόλης συναντούμε τους διαβάτες του Emin Kumbaradzi. Χτιστοί τοίχοι στο δεύτερο επίπεδο υψώνουν μιαν απροσπέλαστη για το βλέμμα του θεατή επιφάνεια, που δεν του επιτρέπει να διεισδύσει στο βάθος. Έτσι ο χώρος, μολονότι εξωτερικός, μοιάζει κλειστός, συστέλλεται στις ασφυκτικές διαστάσεις μιας ρηχής θεατρικής σκηνής, όπου εγκλωβίζονται ερήμην τους ανώνυμοι περαστικοί.
Αντιθέτως οι περαστικοί της Ivana Ivanova είναι επώνυμοι: γνωρίζουμε το όνομά τους, την ηλικία, το επάγγελμα, το αγαπημένο τους χόμπι, ακόμη και τα όνειρά τους. Η φωτογράφος, επιχειρώντας να μας αφηγηθεί «Μια Μέρα από τη Ζωή ενός Πάγκου», μας συστήνει τελικά 26 διαφορετικές προσωπικότητες, που έτυχε τη συγκεκριμένη μέρα να καθίσουν στο Παγκάκι Popradova (επώνυμο ακόμη και το παγκάκι!), απέναντι από το οποίο είχε στήσει τη φωτογραφική της μηχανή επί 16 συνεχόμενες ώρες. Η ζωή του πάγκου διασταυρώνεται με τις ζωές των ανθρώπων και το όλο project αγγίζει τα όρια της ανθρωπολογικής επιτόπιας έρευνας. Οι περαστικοί δεν μας είναι πλέον εντελώς ξένοι μας κοιτούν στα μάτια, ενώ τα στοιχεία της «ταυτότητάς» τους που καταγράφει η Ivana, αφού προηγουμένως έχει συνομιλήσει μαζί τους, μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στον εσωτερικό τους κόσμο και να συσχετιστούμε μαζί τους.
Σε μια πρώτη ανάγνωση τα τοπία του Ivan Kolovos είναι άδεια από ανθρώπους. Δεσπόζει το λαμπερό πλακάτο μπλε χρώμα του ουρανού και της θάλασσας τα όρια μεταξύ τους συγχέονται, κι ο ουρανός μοιάζει να βουτά μες τη θάλασσα και η θάλασσα να εξατμίζεται μες τον ουρανό. Κι όμως η ανθρώπινη παρουσία είναι πρόδηλη, σχεδόν απαραίτητη, όπως δηλώνει και ο τίτλος του έργου «Απαραίτητη Παρουσία»: ο τηλεφωνικός θάλαμος κι οι πινακίδες, οι τσιμεντένιοι στύλοι και τ ανεμόπτερα, η ξύλινη γέφυρα και η αποθήκη, οι εγκαταστάσεις του λιμανιού και του εργοστασίου μαρτυρούν τον τεχνητό και κατασκευασμένο χώρο του ανθρώπου, του οποίου η απουσία είναι τελικώς μόνο φαινομενική.
Χώροι που υπαινίσσονται την ανθρώπινη παρουσία απασχολούν και τον Vedat Ozan. Επιλέγει ένα εσωτερικό και τρία όμοια αντικείμενα σε μετωπική παράταξη απέναντι από το θεατή: καθίσματα σε αίθουσα αναμονής στη μια περίπτωση, ανδρικοί ουρητήρες στην άλλη. Μέσα από το φωτογραφικό φακό, χώροι δημόσιοι, κοινόχρηστοι και άρα οικείοι, αποκτούν ξαφνικά νέο νόημα. Η επιγραφή στον τοίχο της αίθουσας αναμονής φαντάζει σχεδόν απειλητική: «6 million ways to die» («6 εκατομμύρια τρόποι να πεθάνεις») και ίσως η αναμονή, η αδράνεια και άρα η έλλειψη δράσης που υπονοούν τα καθίσματα, να είναι ένας από αυτούς. Αντιστοίχως οι ουρητήρες, αντικείμενα απαξιωμένα από την ίδια τη χρήση τους, με τις στιλπνές τους επιφάνειες να αστράφτουν κάτω από το δυνατό φως του φθορίου, ανάμεσα στο φωσφορικό πράσινο των πλακιδίων, μεταμορφώνονται τελικά σε κομψά κοσμήματα, σαν μοναδικά έργα τέχνης, ίσως ως μακρινοί απόγονοι του διάσημου ουρητήρα του Marcel Duchamp.
Σ αυτή τη νωθρότητα της αναμονής και τη ματαιότητα της τεχνητής λάμψης απαντούν οι άνθρωποι που αντιδρούν και αγωνίζονται στις φωτογραφίες του Zoran Jovanovic Maccak. Στην ίδια εικόνα η γέννηση κι ο θάνατος: στο πρώτο επίπεδο ένα σπαρμένο χωράφι, και στο βάθος, όχι πολύ μακριά, ο πυκνός μαύρος καπνός μετά το βομβαρδισμό. Ο Maccak απεικονίζει ανθρώπους που διαμαρτύρονται με μαζικές διαδηλώσεις ή απλώς εξακολουθώντας, παρά τις αντιξοότητες, να καλλιεργούν τη γη τους. Ίσως την πιο δυνατή κραυγή διαμαρτυρίας απηχεί η μορφή μιας ηλικιωμένης γυναίκας: καθισμένη στην άκρη του δρόμου, μπροστά από τα ερείπια του βομβαρδισμένου σπιτιού της, βαστά σαν λάβαρο ένα ξύλινο κοντάρι, ενώ στο βλέμμα της αποτυπώνονται ο πόνος, η φρίκη, η απόγνωση.
Μια ανατομία της διαδήλωσης επιχειρεί ο Βασίλης Καρκατσέλης, κατακερματίζοντάς την στα βασικά συστατικά της: τα συνθήματα, η εικόνα του Τσε, τα πλακάτ και οι σημαίες σε αποσπασματικές εικόνες που διατάσσονται όπως τα καρέ μιας ιστορίας κόμιξ. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι επιλέγει να φωτογραφήσει σε άσπρο και μαύρο, χρώματα της επανάστασης, της πάλης των αντιθέτων, της διαμαρτυρίας. Τη νοηματική συνέχεια διακόπτουν παράταιρες εικόνες που παρεμβάλλονται σαν σφήνες: το μάτι και το μάγουλο μιας όμορφης γυναίκας, μια γλάστρα μπροστά σ έναν παλιό τοίχο γλιστρούν ξαφνικά μες στο υποσυνείδητό μας σαν κρυφοί πόθοι και σαν νοσταλγία.
Αλλά και η εικόνα ενός γυμνού γυναικείου σώματος, πέρα από τον παραδοσιακό ρόλο της ερωτικής διέγερσης, μπορεί να συνιστά μια έμμεση πολιτική δήλωση, ένα κριτικό και ειρωνικό σχόλιο στη σύγχρονη πραγματικότητα. Η Irene Paschali οικειοποιείται τις συνθέσεις διάσημων ζωγραφικών έργων με γυναικεία γυμνά του Manet και του Velasquez και δεν διστάζει να τις ανακατασκευάσει και να τις διαστρέψει, παραφράζοντας δραστικά τους γνωστούς εικονογραφικούς τύπους: η γυμνή Αφροδίτη δεν αντικρίζει πλέον το πρόσωπό της στον καθρέφτη, αλλά στην οθόνη ενός lap top, το Πρόγευμα στη Χλόη μεταφέρεται στο γκρίζο τοπίο μιας μουσουλμανικής πόλης, ενώ τη θέση της μαύρης υπηρέτριας της Ολυμπίας παίρνει ο περιχαρής Αμερικανός πεζοναύτης του ΝΑΤΟ, που αντί για την κομψή ανθοδέσμη, της προσφέρει μια πλαστική σακούλα με χρυσάνθεμα.
Το λεξιλόγιο του ανδρικού και του γυναικείου σώματος διερευνούν ο Zoran Basin Ducanovic και η Berna Kulely. Παρατηρώντας σε αντιπαράθεση τα έργα τους έχουμε την εντύπωση ότι ενσαρκώνουν την αρχέτυπη ιδέα του Άντρα και της Γυναίκας. Ο άντρας του Ducanovic επιδεικνύει το γυμνό αθλητικό του σώμα, συστρέφει αυτάρεσκα το δυνατό κορμό του, σφίγγει τις γροθιές και τους μύες του. Είναι ο Άντρας-κυνηγός, ένα κράμα δύναμης και τραχύτητας, λογικής και εξουσίας το ορθολογικό στοιχείο υπονοείται άλλωστε από τα γεωμετρικά σχήματα ημικύκλιο, κύβος πάνω στα οποία το ανδρικό σώμα επιβάλλει την κυριαρχία του.
Στον αντίποδα, η γυναίκα της Kulely προβάλλει το ήρεμο πρόσωπό της, ενώ αλλού μοιάζει να παραδίνεται καθώς τεντώνει προς τα πίσω το λαιμό της, αποκαλύπτοντας μέσα από την αχλή της απαλής φωτοσκίασης το τρυφερό της μπούστο ένα τρωτό σημείο του σώματός της. Είναι η Γυναίκα νεράιδα, πλάσμα θείας ομορφιάς, αισθησιακό και ευαίσθητο, μυστήριο και ακατάληπτο, μια ιέρεια, που βάφει με μπογιές το πρόσωπό της, ίσως προετοιμαζόμενη για μια μυστικιστική τελετή, βυθισμένη στο υπέρλογο όραμά της.
Όπως πάντως κι αν προσεγγίσει κανείς τα έργα της έκθεσης, εγκεφαλικά ή συναισθηματικά, φαίνεται ότι οι όψεις της σύγχρονης βαλκανικής φωτογραφίας είναι ανεξάντλητες, ίσως όσες και οι απ-όψεις για τα Βαλκάνια, την τέχνη και τη ζωή.
Όλγα Καραμητοπούλου
Ιστορικός της Τέχνης