8/11-15/12 "TEXNH KAI ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ". Ελληνογερμανική παραγωγή του ΦΚΘ στο Ινστιτούτο ΓΚΑΙΤΕ της Θεσσαλονίκης.

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ
Μία Ελληνογερμανική παραγωγή με τη συνεργασία του Γερμανικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης Goethe.

 

Συμμετέχουν:
Jens Liebchen
Βασίλης Καρκατσέλης
Μαρίνα Βαρουτά
Σταύρος Δαγτζίδης
Ευθύμης Μουρατίδης
Χριστίνα Παπαφράγκου
Θανάσης Ράπτης
Νίκος Μπέντας

Δημιουργός, έργο τέχνης, κοινό και πολιτική σε ένα σύνολο, μιας και εν τέλει, όλα είναι πολιτική. Η φωτογραφία ντοκουμέντου σαν ιδέα κοφτερή πάνω από τα κεφάλια της σύγχρονης κοινωνίας.

Το έργο τέχνης είναι μια πολύπλοκη σύνθεση του ιδεατού και του πραγματικού. Η δημόσια κατασκευή, έκθεση ή παρουσία του επιφέρει μια βαθιά και θεμελιώδη μετάλλαξη των εννοιών που το όριζαν, όσο αυτό βρισκόταν στο εργαστήριο του δημιουργού του.
Η απόδραση από το μοναχικό εργαστήριο προς το άγνωστο κοινό (πρώτος «τη τάξη» θεατής των έργων του παραμένει πάντα ο δημιουργός τους), οριοθετεί την αρχή ενός πολυδαίδαλου ταξιδιού διάδρασης. Καθώς το έργο τέχνης μετατρέπεται σε περιβάλλον που γεννά αντιδράσεις (αντιδράσεις που το ίδιο είναι ενδεχομένως ανήμπορο να κουβαλήσει), τίποτε δεν είναι προβλέψιμο. 
(Κάθε δημόσια παρουσίαση, κάθε έκθεση είναι πολιτική πράξη, πολιτική παρέμβαση ή πολιτιστική, όπως την αποκαλούν μερικοί.)
Γενικά, πρόκειται για το ύψιστο θέμα της ελευθερίας.
Πολύ περισσότερο, όταν αυτά τα σε δημόσια θέα έργα, αυτό το νέο περιβάλλον φωτογραφίζεται και σαν ένα νέο έργο διεκδικεί τη θέση του στην ανάπτυξη/ εξέλιξη της κοινωνίας μας.

Τέτοιες εικόνες συγκεντρώνει αυτή η έκθεση. 
Πρόκειται για μία πολυσυλλεκτική παρουσίαση ανεξάρτητα δημιουργημένων συμπληρωματικών ερωτημάτων και τοποθετήσεων πάνω στο ύψιστο θέμα της ελευθερίας του πράτειν, του σχολιασμού του δημιουργημένου περιβάλλοντος και τις δυνατότητες του πνευματικώς δημιουργείν.

Το έργο τέχνης σαν αφορμή για δημιουργία νέου έργου τέχνης. Η σειρά έργων ενός θέματος σαν εμμονή ή επιμονή πάνω σε μία σκέψη ή ιδέα, η αντίδραση, σαν προσπάθεια για δράση και αποτέλεσμα. Η τέχνη σαν άσκηση πολιτικής.
Σε αυτή την έκθεση έγινε προσπάθεια να περιληφθούν όλες οι βάσεις και οι παράμετροι της σχέσης δημιουργός, έργο τέχνης, κοινό, επικοινωνία, διάλογος.

Στην πρώτη ενότητα (έργα των Θ. Ράπτη, Ε. Μουρατίδη, Χ. Παπαφράγκου) συναντάμε τον καλλιτέχνη την ώρα της δημιουργίας. Ο εικαστικός καλλιτέχνης είτε στο εργαστήριό του, είτε παρουσία κοινού σε ανοικτά εργαστήρια, δημιουργεί βυθισμένος στη μοναξιά του. Στο κέντρο του έργου και του ενδιαφέροντός μας, (ο καλλιτέχνης) κυρίαρχη φιγούρα παραδομένη στον πυρετό της δημιουργίας, στοιχείο ενός τεράστιου παζλ που καλύπτει έναν ολάκερο τοίχο, μέσω μίας σειράς πορτρέτων κλασσικής αντιμετώπισης, εμπλέκεται με συναδέλφους σε μία συνέργεια. Ο απαιτητικός, μάλιστα, θεατής που θέλει να προχωρήσει ακόμη περισσότερο στο νόημα αυτής της ολοτοίχιας εγκατάστασης και να ενημερωθεί για τις σκέψεις, τις απόψεις και το τι ζητάνε αυτοί οι δημιουργοί ή το τι σκέφτονται για τις απαιτήσεις της τέχνης τους από την πολιτεία, δεν έχει παρά να φορέσει τα ακουστικά και να ακούσει τις ηχογραφημένες τους τοποθετήσεις πάνω στην ουσία του τίτλου της έκθεσης.

Συμπληρωματικά των ανωτέρω στέκουν τα «τριπλά» έργα του Θ. Ράπτη, η παράθεση των οποίων εισάγει στην περίπλοκη εξέλιξη ενός έργου τέχνης. Σε ένα συνέδριο γλυπτικής (η ομαδική εργασία και τα κοινά εργαστήρια έχουν προταθεί από πολλούς θεωρητικούς και ομάδες δημιουργών σα λύση στην απομόνωση της αστικής δημιουργίας), η άμορφη μάζα του υλικού μεταμορφώνεται συνεχώς και σταδιακά μπροστά στα μάτια του θεατή/ φωτογράφου, από την δράση ενός αόρατου πνεύματος και με τη βοήθεια ορατών εργαλείων, σε κάτι αδύνατον να προβλέψεις ή να φανταστείς (αφού αυτό υπάρχει μόνο στο μυαλό του δημιουργού/ καλλιτέχνη, εάν υπάρχει).
Το φως, οι μεταμορφώσεις του υλικού και τα εργαλεία λάξευσης είναι τα μόνα που στη ροή του χρόνου αντιλαμβάνεται ο θεατής, τα υπόλοιπα τα φαντάζεται. Η δημιουργία είναι ένα παιχνίδι με το φως, το υλικό, τα εργαλεία, την ιδέα και τη φαντασία, και για τούτο κάθε ενδιάμεση στάση (την οποία αποτυπώνει ο φωτογράφος) οριοθετεί ένα ανοιχτό τέλος.

Στην ίδια ενότητα της έκθεσης στέκουν και τα αυτοπορτραίτα του Νίκου Μπέντα. Ο φωτογράφος είναι ένας προλετάριος, ένας εργάτης βαριάς βιομηχανίας. Η φωτογράφηση του φωτογράφου μπροστά στα έργα που μόλις κρέμασε στον τοίχο, και μάλιστα με σύμβολα μιας άλλης εποχής, είναι ένα καυστικό σχόλιο για το πως πρέπει να αντιμετωπίζεται το συγκεκριμένο επάγγελμα. Σε δεύτερη ανάγνωση, το γυμνό σώμα του καλλιτέχνη με τη βαριοπούλα στα χέρια, μπροστά στις γυμνές πλαστικές κούκλες, που είναι το θέμα της προηγούμενης φωτογράφησής του, είναι και η τοποθέτηση απέναντι στον πολιτισμό και την τέχνη της κατανάλωσης.

Στη δεύτερη ενότητα της έκθεσης, η πολιτική ζήτησε να κατασκευαστούν για λογαριασμό της έργα και ο καλλιτέχνης στέκεται, πρώτος αυτός, αντιμέτωπος με το έργο που έφτιαξε για αυτήν την παραγγελία. 
Όταν άρχισε η ανακατασκευή των κτιρίων του νέου Γερμανικού κοινοβουλίου στο Βερολίνο (Reichstag), προσκλήθηκαν (από τους πολιτικούς), σημαντικοί σύγχρονοι εικαστικοί καλλιτέχνες, να δημιουργήσουν έργα για συγκεκριμένες θέσεις στα κτίρια. Πρόκειται δηλαδή για δημόσιες παραγγελίες (υπάρχει και στην Ελλάδα ο νόμος, αλλά σπανιότατα εφαρμόζεται), που δώσανε την ευκαιρία να δημιουργηθούν έργα σημερινά, προικοδοτημένα να σμίξουν με τον καλύτερο τρόπο, την αρχιτεκτονική του κτιρίου, την ιστορία του χώρου και τη σύγχρονη πολιτική δυναμική του, σε μία κοινή πορεία προς τους χιλιάδες καθημερινούς επισκέπτες.
Ο Jens Liebchen φωτογραφίζει αυτούς τους δημιουργούς την ώρα που κρεμάνε τα έργα τους, την ώρα που βάζουν την τελευταία πινελιά ή την ανακούφισή τους για το έργο που μόλις ανάρτησαν, αναδεικνύοντας μερικές φορές την έκπληξη ή την ικανοποίηση που νιώθουν αυτοί, σα θεατές των έργων τους.

Στην τρίτη ενότητα της έκθεσης τοποθετείται το έργο του Σταύρου Δαγτζίδη. Ο καλλιτέχνης φωτογραφίζεται μπροστά στο έργο ενός άλλου καλλιτέχνη, σχολιάζοντας τη μοίρα των έργων. 
Ακόμη και αν το πλατύ κοινό απουσιάζει από τις εκθέσεις, δε συμβαίνει το ίδιο με τους συναδέλφους δημιουργούς. Αυτοί κατέχουν τους κώδικες, διαλέγονται με το έργο, και κατάλληλα ή όχι, ασύνειδα ή συνειδητά, αντιδρούν μπροστά σε αυτό, άλλοτε επί ίσοις όροις και ενίοτε από θέση μειονεκτική. Μέχρι που μπορεί να φτάσει, όμως, αυτή η ΄παρέμβαση΄ του κάθε είδους θεατή;
Θέτοντας ερωτήματα για την ιερότητα ή όχι του χώρου έκθεσης των έργων και την αβυσσαλέα αυθυπαρξία της δημιουργίας κατά τη διάρκεια του διαλόγου με το κοινό της, οι φωτογραφίες εικονοποιούν, κατά κάποιο τρόπο, αυτό που τονίζουμε με το σλόγκαν «ο ενεργός θεατής είναι ένας νέος συν-δημιουργός».

Στην τέταρτη ενότητα της έκθεσης τοποθετείται το έργο του Β. Καρκατσέλη, που σχολιάζει τον τρόπο με τον οποίο το πλατύ κοινό έρχεται σε επαφή με την τέχνη στην Ελλάδα, όπου ο όρος τέχνη βιώνεται κάπως διαφορετικά, απ’ ότι σε άλλες ίσως χώρες της Ευρώπης. Η σχέση του νεοέλληνα με αυτή, στο μεγαλύτερο ποσοστό, λειτουργεί εκτός μουσείων και γκαλερί και οπωσδήποτε περιλαμβάνει το σύνολο των εκφάνσεών της. Μοιάζει, ο σημερινός Έλληνας να προσεγγίζει το εικαστικό έργο κατά λάθος και όχι από επιλογή, βρίσκεται δίπλα του γιατί έτυχε, γιατί κάποιοι το σπείρανε στη διαδρομή του από το σπίτι στη δουλειά, από την ταβέρνα στο μπαρ ή από το γήπεδο στον παιδικό σταθμό, και όχι γιατί το έχει διεκδικήσει ο ίδιος. Τέχνη του δρόμου, τέχνη της γης ή του περιβάλλοντος, προτομές ηρώων, γκράφιτι, διαφημίσεις, κιτς εγκαταστάσεις, αρχαία κλπ τον κυκλώνουν. Τέχνη και καθημερινότητα είναι άρρηκτα δεμένες, παρά την όποια πικρία μπορεί να νιώθει κανείς για τη σχέση τους.

Τέλος, η πέμπτη και τελευταία ενότητα αυτής της έκθεσης, ασχολήται με το έσχατο στάδιο αυτής της σχέσης δημιουργού, έργου τέχνης, κοινού. Ασχολήται με την τύχη του έργου σε μία κοινωνία που έχει πρωταρχικές αξίες το κέρδος. Το έργο αγοράζεται από τον ιδιώτη και εξαφανίζεται. Η απώλεια κατ’ αρχάς του έργου (για την μετατροπή του σε χρηματιστηριακή αξία) συνεπάγεται την απώλεια του καλλιτέχνη. 
Η Μ. Βαρουτά φωτογραφίζει το σπίτι ενός συλλέκτη (και σημαντικού δωρητή του κέντρου Pompidou), μετά το θάνατό του.
Πρόκειται για τους εσωτερικούς χώρους της οικίας Ιόλα, που υποτίθεται είναι «διατηρητέο μνημείο». Η βίλλα αυτή φιλοξενούσε κάποτε τη μεγάλη συλλογή έργων τέχνης του διεθνούς γκαλερίστα (Παρίσι, Ν. Υόρκη, Μιλάνο, Ρώμη, Μαδρίτη και Αθήνα), υπέφερε όμως και υποφέρει σκληρότατα από το θάνατό του και μετά, όχι μόνο από τη ληστρική ασυνειδησία και τον εγωισμό των κληρονόμων, αλλά και του κράτους, των εργολάβων, άστεγων και πρεζάκιδων.

Βασίλης Καρκατσέλης

Υ.Γ. Στο κέντρο της αίθουσας, βρίσκεται το γλυπτό του Σ. Δαγτζίδη. Σε ένα κλουβί έχει τοποθετηθεί ένα δισκάκι για τροφή πουλιών, γεμάτο, όχι με κανναβούρι, αλλά με εμφανισμένο φωτογραφικό φιλμ. Φιλμ που γεμίζει πιάτο και χώρο, ξεχειλίζει και προσπαθεί να δραπετεύσει από τα σίδερα. Μάταια. Ποιο έξω, ένα άλλο κιβώτιο, αυτή τη φορά από διαφανές, απαστράπτον πλέξι γκλας, περιβάλλει την όλη κατασκευή, υποτίθεται για να την προστατεύσει.