Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
Παρότι δεν είμαι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με τις ποικίλες τεχνικές προδιαγραφές και τις δυνατότητες που προσφέρουν οι σύγχρονες φωτογραφικές μηχανές -ενδεχομένως από ενδόμυχο φόβο μη και τυχόν παρασυρθώ από τη γοητεία της φωτογραφίας- ούτε και γνώστης είμαι των διαφόρων φωτοχημικών επεξεργασιών που πολλαπλασιάζουν, πλουτίζοντας τις διαδικασίες παραγωγής και αναπαραγωγής μιας εικόνας, εντούτοις, παραμένω, σαν άνθρωπος της εικόνας και εγώ, αθεράπευτος θαυμαστής της φωτογραφίας στην απλούστερη μορφή της, γιατί ακριβώς εκτιμώ την καθ’ αυτό πρωτογενή αποτελεσματικότητα και δραστικότητά της, αναδεικνύοντας αξίες που συχνά παίρνουν μαγικές διαστάσεις, καθώς αποτυπώνεται και διασώζεται μια εικόνα σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο, διασώζοντας, ταυτόχρονα, την ατομική και συλλογική μνήμη, και από συγκεκριμένο πρόσωπο, βέβαια, όταν ο καλλιτέχνης φωτογράφος έχει τη δυνατότητα να εναποθέτει πάνω στη φωτογραφία και το αποτύπωμα του προσωπικού ιδιώματος του ταλέντου του κάνοντας ανάλογη χρήση των μέσων που διαθέτει, και, προπαντός, αυτών που διαθέτει μέσα του, ως δημιουργός, πλέον, πρωτοφανέρωτων όψεων εικόνων, το μείζον, και όχι ως απλός αναπαραγωγέας συγκεκριμένων οπτικών δεδομένων, το έλασσον, χωρίς αυτό το έλασσον να είναι αναγκαστικά και λίγο.
Αν δικαιωματικά η φωτογραφία διεκδικεί το μερτικό που της ανήκει στη διεύρυνση των οριζόντων της εικαστικής έκφρασης, όπως επί δεκαετίες μες στον αιώνα μας συμβιώνει δημιουργικά στο έργο διακεκριμένων καλλιτεχνών, αν στις μέρες μας η διαχείριση της, με τα τελευταίας τεχνολογίας σύγχρονα πολυμέσα, εκτινάσσει τα όρια της φωτογραφίας, αλλά και τη συμβολή της στις εφαρμοσμένες τέχνες, σε απροσπέλαστες έως τώρα περιοχές, όχι μόνο ως κιβωτός μνήμης πλέον, αλλά εγκαθιδρύοντας κιόλας δυναμικά την πολυσχιδή δραστικότητά της καθ’ αυτό δικής της μνήμης και μάλιστα, με ισχυρά δεδομένα ως τραπεζικά αποθέματα πολλαπλών χρήσεων για το παρόν και το μέλλον, δεδομένα που γίνονται ακόμα ισχυρότερα μέσα και από τις πλανητικές διαστάσεις διαστημικών μεγεθών για την επιστήμη, εντούτοις, αυτό που συγκρατώ αναλλοίωτα για λογαριασμό μου, είναι η συγκίνηση που ένιωσα όταν, για πρώτη φορά, γύρω στα 1956, μπήκα στα άδυτα ενός απλού εμφανιστηρίου- του κ. Υφαντίδη, στο Κιλκίς, υπάλληλου του ΟΤΕ τότε κι ας είχε κάνει μουσικές σπουδές με αξιοπρόσεχτες επιδόσεις στο βιολί- κι έβλεπα έκπληκτος να αναδύεται η εικόνα (μου) μέσα από εμαγιέ λεκάνες, αναδεύοντας με αγωνία τα φωτογραφικά χαρτιά μες στα υγρά, ο γοητευτικός εκείνος ερασιτέχνης κρατώντας μια τσιμπίδα για να μη μαυρίζουνε τα δάχτυλά του, όπως, άλλωστε, έτσι αισθάνομαι να εκλιπαρώ τις αισθήσεις μου κι εγώ, εκμαιεύοντας να αναδυθούν ζωγραφικές εικόνες, όταν στέκομαι άπορος μπροστά σ’ ένα λευκό, παρθένο μουσαμά κάνοντας διάφορες επικλήσεις για να δουλέψουν τα πινέλα μου καλά, αναδεύοντας τα ένδον χρώματα μου, κι όχι μονάχα τα κουτιά με τις μπογιές.
Αυτή νομίζω πως είναι η εναργέστερη, σημαντικότερη και γι’ αυτό διαρκέστερη σχέση μου με τη φωτογραφία, η μαγεία δηλαδή της αποκάλυψης της εικόνας, η γέννησή της. Όμως, όπως κάθε γέννα, προϋποθέτει τη σύλληψη και την κυοφορία, από αυτά, συνεπώς εξαρτάται και το πως ο φωτογράφος θα περισωθεί εξασφαλίζοντας για τα πνευματικά δημιουργήματα του την ευανάγνωστη αποτύπωση των καλλιτεχνικών του χρωμοσωμάτων, μέσα από έναν καλά συγκροτημένο προσωπικό μύθο, βέβαια, πως δηλαδή εν προκειμένω, οι φωτογραφίες του θα διασώσουν τη δημιουργική έκφραση της προσωπικής του μυθολογίας.
Πάντως, το ζητούμενο αυτό, εν σπέρματι ή και σαν ολοκληρωμένος καρπός δημιουργικά επιβεβαιώμενος, αποτυπώνεται έκδηλα στην παρούσα έκθεση με θέμα «αυτοπορτρέτα φωτογράφων» και μάλιστα, με αξιοζήλευτες πρωτογενείς επιδόσεις, που δικαιολογούν την έκθυμη συναποδοχή των επιτυχημένων τολμηρών πειραματισμών νέων δημιουργών στους χώρους της φωτογραφίας και της εικαστικής έκφρασης, ευρύτερα.
Κώστας Λαχάς
Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 1997