29/3-30/4 Λαογραφικό Μουσείο Ξάνθης Ομαδική έκθεση σύγχρονης φωτογραφίας Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟ

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟ
(Μία σειρά εκθέσεων στην Ξάνθη)

Λαογραφικό Μουσείο Ξάνθης
Ομαδική έκθεση σύγχρονης φωτογραφίας των Ireneusz Zjezdzatka (Pol), Hans Koster (Hol), Bruno Cattani (Ital), Λιαπόπουλος Αργύρης, Έφη Πεταλά, Βίκη – Μαρία Ιωάννου, Αμαλία Ευαγγελοπούλου, Μαρία - Αγγελική Μίτση, Σταύρος Δαγτζίδης και Αλεξάνδρα Κυρλή (Gr)

Στη σειρά των εκθέσεων του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης με τον γενικό τίτλο <<Μετά το Μεταμοντέρνο>> γίνεται μία προσπάθεια να συγκεντρωθούν για τον περιπατητή, που θα ήθελε να περιδιαβεί όλους τους χώρους των εκθέσεων, αρκετές από τις μορφές της φωτογραφίας που απασχολούν τους δημιουργούς φωτογράφους σήμερα. Σε ένα κόσμο που αλλάζει συνεχώς, θα ήταν λάθος να περιμένουμε από τη φωτογραφία, τη νεωτέρα των εικαστικών τεχνών, να παραμείνει σε αναλύσεις, σε φόρμες και πρακτικές επικοινωνίας με το κοινό της στον προηγούμενο αιώνα.
Για το τι φωτογραφίζουν οι δημιουργοί σήμερα και πως αντιμετωπίζουν το μέσον που διαλέξανε να εκφραστούνε (έστω για ένα τμήμα της ευρύτατης αυτής γκάμας και δυνατοτήτων), προσπαθεί να μιλήσει αυτή η ομάδα εκθέσεων στην Ξάνθη.
Φωτογραφίες ονειρικές ενός κατασκευασμένου χώρου, στέκονται δίπλα σε επιζωγραφισμένες με παραδοσιακό τρόπο, αλλά και άλλες, σύνθετης τεχνικής, προϊόντα του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Φωτογραφίες καταγραφής, φωτογραφίες συγχρόνου ντοκουμέντου και προσωπικής (υποκειμενικής) απόδοσης του πραγματικού, συνυπάρχουν με εικόνες διάσπασης αυτού του πραγματικού και με κατασκευές φωτογραφικού περιβάλλοντος. Η φωτογραφία σαν υλικό προς δημιουργία μεταφωτογραφημάτων, η φωτογραφία στο χώρο, η φωτογραφία σε διάλογο με το αντικείμενο που απεικονίζει, η φωτογραφία του σήμερα, σε διάφορες αλληλοσυμπληρούμενες εκδοχές. 

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ

Η Μήτση Μ – Αγγελική σχολιάζει με πολλαπλές επεμβάσεις επί της φωτογραφικής πρώτης ύλης την παρουσία του ανθρώπου. Με διάφορα μέσα, δημιουργεί ατμοσφαιρικές φωτογραφίες με κυρίαρχο πάντα σε αυτές τον άνθρωπο, που μεταμορφώνεται ή έχει κιόλας μεταμορφωθεί σε άγγελο.
Πρόσωπα αγαπημένα της γίνονται αγγελικές δυνάμεις και με την αύρα που τους δόθηκε (υπογραμμίζεται και από τα δοσμένα τους φτερά), εκπέμπουν προς εμάς την ενέργειά τους. Όσο και αν αυτά βρίσκονται σε ένα μελαγχολικό περιβάλλον, φυλακισμένα σχεδόν πίσω από αόρατα κάγκελα.
Από την υποψία της παρουσίας του ανθρώπου σε χαμηλούς φωτισμούς και σε ονειρικό φόντο (από ένα μακρινό παρελθόν) ως τη μεταμόρφωσή του σε φύλακα Άγγελο, μεσολαβεί ο δημιουργός. Εργαλεία του ο σκοτεινός θάλαμος και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Όπλο του η επιμονή για ελπίδα (παρά τα όποια ζοφερά σημεία των καιρών).

 

Ο Ireneusz Zjezdzatka υπερδραστήριος φωτογράφος και διευθυντής του φωτογραφικού περιοδικού Φωτογραφία της Πολωνίας, συμμετέχει στην έκθεση με το αγαπημένο του θέμα. Τη φθορά του κάποτε σπουδαίου, τη φθορά αυτό που κάποτε έδειχνε αδιαμφισβήτητα κυρίαρχο.
Με την μεσαίου μεγέθους φωτογραφική του μηχανή, περιπλανιέται σε εγκαταλελειμμένους τόπους, όπως εργοστάσια, γραφεία, μεταλλεία, στάδια, εξοχικά και κατοικίες. Με όπλο το ασπρόμαυρο, και το τετράγωνο φωτογραφικό φορμά, εγκλωβίζει σε ισχυρές συνθέσεις τα ίχνη του παρελθόντος, τα ελάχιστα απομείναντα ψήγματα της ανθρώπινης παρουσίας σε κτίρια που σύντομα δεν θα υπάρχουν ούτε αυτά.

 

Ο Αργύρης Λιαπόπουλος στην έκθεση αυτή συμμετέχει με τα τοπία της επανασύνθεσης. Η αδυναμία της φωτογραφικής μηχανής να συλλάβει ταυτόχρονα όλα όσα συμβαίνουν γύρω της, μετατρέπεται σε εργαλείο επεξεργασίας του γύρω μας πραγματικού κόσμου.
Ο φωτογράφος αναγκάζεται να μετατοπίζει το σώμα του, άρα να καταργεί τη θέαση των πραγμάτων μόνο από ένα σημείο. Καθώς περιστρέφει τη μηχανή, για να συλλάβει το όλον υπέρ τονίζει τη φύση του φωτογραφημένου κόσμου που δεν πρέπει να εκλαμβάνεται αλλιώς παρά μόνο σαν αποσπάσματα.. Και πως παρουσιάζονται όλα αυτά; Συνέχειες εικόνων σε διαφορετικά επίπεδα, που θα μπορούσαν να μην είναι από τα ίδια μέρη, την ίδια ή συνεχόμενη χρονική στιγμή.

 

Η Έφη Πεταλά είναι περισσότερο εικαστικός παρά φωτογράφος. Ασχολείται περισσότερο με τη χαρακτική και τη ζωγραφική παρά με τη φωτογραφία σα φωτογραφία. Έχει όμως μακροχρόνια φωτογραφική εκπαίδευση και ενασχόληση. Ίσως τη φωτογραφία, σαν ένα ρεαλιστικό μέσον καταγραφής του γύρω μας κόσμου, να μην την εγκατέλειψε και ποτέ. Γιατί αντί να ξεκινάει το ζωγραφικό της έργο, πάνω σε ένα κατάλευκο μουσαμά ή να στρώνει χρώματα βάσει ενός προσχεδίου, αρέσκεται στην πρόκληση, του να φωτογραφίζει το μοντέλο της, να τυπώνει, στη συνέχεια να επανασυνθέτει αυτές τις εικόνες βρίσκοντας τις κριμένες αλήθειες τους, και τέλος, να τις κολλά πάνω στο μουσαμά, για να τις σκεπάσει με χρώματα.
Στην έκθεση παρουσιάζει έργα που έγιναν ακριβώς με αυτή τη διαδικασία. Φωτογράφισε την Ξάνθη για να την γνωρίσει καλλίτερα στο εργαστήριο και με ένα ζωγραφικό ιδίωμα που ίσως ταιριάζει ιδιαίτερα στο χαρακτήρα της Παλιάς Πόλης μας τα επαναπροωθεί, με τη ζωγραφική χειρονομία να σχολιάζει τον ρεαλισμό των εικόνων.

 

Η Αμαλία Ευαγγελοπούλου είναι επίσης μία δημιουργός που χρησιμοποιεί τη φωτογραφία σαν πρώτη ύλη για το τελικό της έργο. Η φωτογραφία είναι και για αυτήν το απαραίτητο σκαλοπάτι για την ολοκλήρωση του έργου και όχι αυτοσκοπός. Χωρίς τις δυνατότητες που προσφέρει η φωτογραφία, το έργο που θέλει θα ήταν λειψό. Και μιλάμε για έργα στο χώρο, έργα στις τρεις διαστάσεις και όχι τις δύο.
Θεματικά την ενδιαφέρουν τα μικρά ομοιώματα των ζώων, που χρησιμοποιούμε για παιδικά παιχνίδια ή μακέτες κλίμακας. Αυτά τα πλαστικά παιχνίδια φωτογραφίζει, με τον τρόπο ίσως που τα βρίσκουμε συσκευασμένα στα κουτιά όπου αποθηκεύουμε τμήματα του παρελθόντος μας αρνούμενοι να τα πετάξουμε. Έχεις την αίσθηση πως η φωτογραφία χρησιμοποιείται σαν ένα ντοκουμέντο μετά μνήμης 
Στη συνέχεια μετατρέπει αυτή την φωτογραφία, δηλαδή την εικόνα αυτών που πέρασαν, σε χρόνο ενεστώτα, με την καλλιτεχνική πράξη. Τα φωτογραφημένα ζώα τοποθετούνται μπροστά από την εικόνα τους και ανανοηματοδοτούν το έργο.

 

Η Αλεξάνδρα Κυρλή στο ίδιο πνεύμα (αλλά από τελείως διαφορετική σκοπιά), δεν θεωρεί (και αυτή) το αποτέλεσμα της φωτογράφησης (την τυπωμένη σε χαρτί φωτογραφία) σαν ένα τέλος, αλλά σα μία νέα αρχή ή τουλάχιστον σαν μία αφορμή για συνέχεια, σαν το απαραίτητο στάδιο για τη δημιουργία ενός πιο σύνθετου έργου, ενός έργου που θα ήταν αδύνατον να υπάρξει εάν δεν είχαμε στα χέρια μας το αντικείμενο φωτογραφία.
Η τεχνική είναι λίγο πολύ απλή. Το τοπίο φωτογραφίζεται. Η εικόνα του τυπώνεται, μπαίνει τις περισσότερες φορές σε κορνίζα και ξαναγυρίζει στον τόπο της αρχικής φωτογράφησης για μία νέα εικόνα. Η εικόνα του μεγαλείου της φύσης έχει μετατραπεί πια σε εικόνα του φωτογράφου που σκέπτεται. Η ομορφιά του τυχαίου έχει μετατραπεί σε ομορφιά που προκύπτει από τη δύναμη της σκέψης. Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, κανένα περιβάλλον δε μπορεί να διαβαστεί χωρίς τα όσα γράψαμε επάνω του. Ο κάθε τόπος, όπως εδώ αυτός της Λήμνιας γης, μένει πάντα ο ίδιος, και ταυτόχρονα αλλάζει αμετάκλητα.

Ο Hans Koster είναι ένας δημιουργός που κινείται με άνεση στα νέα μέσα, όπως το video, η φωτογραφία όμως γι αυτόν είναι μία σταθερή αξία και η παρουσία της στο έργο του διαχρονική. Τον ενδιαφέρει η κοινωνική κριτική και ο σχολιασμός των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με όπλο τη φωτογραφία.
Η φωτογραφία έχει τη δύναμη να παγώνει την τηλεοπτική εικόνα και ως εκ τούτου, να αποκαλύπτει πράγματα που δεν γίνονται αντιληπτά στη ροή των εικόνων. 
Εργάζεται με σειρές εικόνων, όπως οι παρουσιαστές ειδήσεων, οι ανταποκριτές ξένου τύπου, τα στήθη των γυναικών στα πρωινάδικα κτλ. Στην έκθεση, σε εκτυπώσεις ακουμπισμένες στο πάτωμα, βλέπουμε ένα μικρό δείγμα από την ενότητα πόδια και είναι παντελώς αδιάφορο για το θεατή, αν οι φωτογραφίες αυτές τραβήχτηκαν από τον ίδιο το δημιουργό ή είναι εικόνες που κατέβασε από την τηλεόραση.


Στο χαμάμ, στην πίσω αυλή του μουσείου, θα συναντήσουμε την εγκατάσταση του Σταύρου Δαγτζίδη. Δεκάδες φωτογραφίες, από τις προσόψεις των ξύλινων κουτιών μέσα στα οποία οι συγγενείς αποθηκεύουν τα κόκαλα του νεκρού που ξεθαύτικε, ανασυνθέτουν τον χώρο ενός οστεοφυλακίου.
Στις προσόψεις αυτών των κουτιών εκτός από το όνομα και την ηλικία του νεκρού, εξέχουσα θέση κατέχει και η φωτογραφία του. Η συνεύρεση όλων αυτών των στοιχείων με τη φθορά των ίδιων των κιβωτίων στον ίδιο χώρο, σχολιάζει την ταυτόχρονη πορεία από το φως στο σκοτάδι, της ζωής και της φωτογραφίας. Αν σταθούμε μόνο στην τελευταία, θα διαπιστώσουμε ότι, φωτογραφίες από εποχές χαράς ή θριάμβου, χρησιμοποιούνται σε αναπαραγωγές τους επάνω σε διάφορα υλικά, ή για να κοσμήσουν τα μνήματα ή για να υπενθυμίζουν στους περαστικούς την κάποτε φυσική παρουσία κάποιου. Στη συνέχεια, αυτό το τελείως φθαρμένο από τις καιρικές συνθήκες υλικό, σαν υλικό που πιστοποιεί τη ζωή, το θάνατο και την ταφή, επικολλάται στην πρόσοψη ενός κουτιού παίρνει αύξοντα αριθμό και αποθηκεύεται.

 

Με τη φθορά του σώματος ασχολείται και ο Ιταλός προσκεκλημένος μας Bruno Cattani. Σώματα ηλικιωμένων κινούνται στη σκιά, ακροβατώντας μεταξύ ύπαρξης και αοριστίας. Μάστορας μεγάλος της χρήσης του φωτός και της εκτύπωσης, καταφέρνει να δώσει ένταση και να νοηματοδοτήσει το τέλος. Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν ή μήπως αυτά μπορούν να έχουν (αν τα αφήσουμε στους δικούς τους ρυθμούς) μία άλλη ζωή, ίσως διαφορετική από τη δική μας, αλλά σίγουρα με αρκετό ενδιαφέρον;