Ζούσαμε και ζούμε μία κατάσταση πρωτοφανή. Ο Covid 19 έχει εξαπλωθεί σε κάθε γωνιά του πλανήτη και επηρεάζει τον τρόπο που ζούμε, αλληλεπιδρούμε και σκεφτόμαστε.
Η επέλαση του ιού άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει την καθημερινότητά μας, ξαναγράφει την ιστορία και πιθανότατα δημιουργεί τις ασφυκτικά «ιδανικές» συνθήκες για έναν δημιουργό, γενικά, ή στην περίπτωση μας για έναν φωτογράφο, να εκφράσει τους φόβους, τις ανησυχίες, ακόμη ίσως και τις ελπίδες που γεννά μέσα του αυτή η νέα εποχή.
Το Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης κάλεσε τα μέλη του, να μοιραστούν τις δημιουργίες τους κατά την πρώτη φάση εγκλεισμού (καραντίνας) εξ αιτίας του covid-19 και να συζητήσουν μαζί μας τυχόν απορίες και προβληματισμούς που γεννήθηκαν ή γεννιούνται από αυτά.
Ο Γιάννης Μεζές παρουσίασε σαν ενιαία την εργασία του κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Από αυτήν επιλέχτηκαν κάποιες φωτογραφίες από την εντός και εκτός κατοικία.
Στο εισαγωγικό της παρουσίασής του έγραψε:
Μικρή Ιστορία Εγκλεισμού
Με την κήρυξη της απαγόρευσης κυκλοφορίας – ένα άλλο όνομα για την καραντίνα – αιφνιδιάστηκα. Πάγωσα μέσα - έξω. Για αρκετές εβδομάδες έστεκα έτσι παγωμένος. Ανήμπορος να αποτιμήσω τη νέα κατάσταση ως βίωμα, στράφηκα προς τα έσω. Έπιασα να κοιτώ τον καθρέφτη περισσότερο σχολαστικά. Δεν αναζητούσα ένα είδωλο για να το χειριστώ, αλλά αναζητούσα εκεί αυτό που δεν έβρισκα γύρω μου. Μια πραγματικότητα πιο ρεαλιστική από αυτό που ζούσα. Ο καθρέφτης όμως δεν μου έδινε τίποτα πίσω. Πού πήγε λοιπόν ο κόσμος; Πού βρίσκομαι εγώ; Έπιασα να φωτογραφίζω τον εαυτό μου. Η φωτογραφία του εαυτού, που συνήθως διαφεύγει. Η αναζήτηση του υποκειμένου. Μπορεί να υπάρχει υποκείμενο δίχως τον κόσμο; Ή μήπως ήταν καθαρά η έλλειψη του ήχου του «κλικ» που κάνει το διάφραγμα; Καταστάσεις Matrix- έτσι το προσέλαβα. Δεν μπορεί να είναι αληθινό. Άρνηση. Άρνηση αποδοχής. Εργασιοθεραπεία. Ψηφιοποίησα τα μαθήματα που παραδίδω στο σχολείο, δουλεύοντας δέκα ώρες την ημέρα ασταμάτητα. Η τηλεόραση κλειστή. Μπορείς να αντικρίσεις ένα κόσμο μέσα από περιγραφές; Πόσο πραγματικός μπορεί να είναι αυτός ο κόσμος; Πόσο δικός σου; Τακτοποίησα τα ψηφιακά μου αρχεία ροκανίζοντας περισσότερο τις μέρες που ακολούθησαν. Δεν σκεφτόμουν την αιτία: τον ίδιο τον κορονοϊό. Όχι. Η παρενέργεια ήταν αυτό που με ενόχλησε. Σκηνές του «1984» ! Με dress code τις πυτζάμες που γίναν ένα με το κορμί, μια και δεν δεχόταν κανένα άλλο ρούχο. Όλα παράξενα.
Μετά ήταν τα μηνύματα. Κωδικός ένα. Κωδικός πέντε. Κωδικός έξι. Έγκριση μετακίνησης. Τι θα πει μετακίνηση έξι, μπορεί να μου πει κάποιος; Ξαφνικά αναδύονται αξίες εκεί που δεν υπήρχαν: Η ελευθερία της μετακίνησης. Σκηνικό John Carpenter. Βγαίνω «έξω». Το όριο του μέσα και του έξω που βρίσκεται; Στην είσοδο της πολυκατοικίας; Πού ακριβώς είναι το σύνορο; «Το μετέωρο βήμα του πελαργού». Γίναμε λοιπόν πελαργοί; Αυτά τα όρια πάντα ήταν τρομαχτικά. Θυμήθηκα τα μαθήματα στο Φυσικό: «Ορίζοντας Γεγονότων» ή το άλλο: «Συνοριακές Καταστάσεις». Δεν μας είχαν πει όμως κάτι για έγκριση μετακίνησης. Μήπως το είχα χάσει; Μήπως ήταν τη στιγμή που ανίχνευα τη θέα του στήθους της ξανθιάς συμφοιτήτριας που ταλαντευόταν ελεύθερο κάτω από το χειμωνιάτικο πουλόβερ; Έπρεπε μάλλον να ήμουν περισσότερο προσεκτικός. Τα όρια πάντοτε με ενοχλούσαν. Πόσο με βασανίζει το σύνορο της ίδιας της φωτογραφίας. Μου προκαλεί τεράστια αμηχανία. Να, εκεί ακριβώς που αυτή τελειώνει και αρχίζει το «άλλο». Αυτό που είναι έξω από τη φωτογραφία. Ή μήπως ανάποδα: εκεί που τελειώνει ο κόσμος και αρχίζει η φωτογραφία. Τέλος πάντων. Κάπως πρέπει να γίνει μια μετάβαση, όπως και να έχει. Ας όψεται η ξανθιά.
Και ξαφνικά είσαι έξω. Μα, τι έξω είναι αυτό; Ένα έξω χωρίς ανθρώπους. Σαν σκηνικό θεάτρου που απουσιάζει όμως η ίδια η παράσταση. Ένας απέραντος αρχαιολογικός χώρος, σαν αυτούς που αφήνουν πίσω τους οι αρχαιολόγοι μετά από μια ανασκαφή. Και μετά ζητούν και εισιτήριο για να τον επισκεφτείς. Κάρολε, πες μου, πού πήγε το ιστορικό γίγνεσθαι; Εδώ όλα είναι ακίνητα, παγωμένα. Το μόνο που συναντώ σε μια ώρα βόλτας, είναι ένα- δύο βλέμματα που μου καθορίζουν από ποια μεριά του πεζοδρομίου θα περάσω. Μια αμοιβαία συνεννόηση πορείας μέσα στη σιωπή. Αποστάσεις ασφαλείας. Μήπως έχεις κορονοϊό; Κάνε πιο πέρα. Θα περάσω εγώ πρώτος. Πάνε εσύ δεξιά, να πάω αριστερά. Όλα με το βλέμμα. Είδες λοιπόν που τελικά οι άνθρωποι μπορούν να συνεννοηθούν; Ανωτέρα βία. Γιατί αλλιώς, άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Και εκείνες οι άδειες στάσεις των λεωφορείων! Μόνοι επιβάτες, οι άνθρωποι των αφισών , που με κοιτούν κατάματα δημιουργώντας μου ενοχές: Τι κάνεις εσύ για την πατρίδα! Λοιπόν, θα σας το πω. Δεν θέλω να βγαίνω βόλτα. Αρνούμαι .
(Μήπως πρέπει να ξαναδιαβάσω εκείνο το βιβλίο του Αντώνη Σαμαράκη; Δεν το θυμάμαι καθόλου!).
Υπήρχαν όμως και τόποι που έβλεπες σκηνές από την προτέρα κατάσταση. Η παραλία για παράδειγμα. Ο κόσμος σουλατσάρει πάνω- κάτω. Εδώ δεν υπάρχει κορονοϊός. Μιλιούνια, κόσμος και κοσμάκης. Οι νέοι συζητούν ζωηρά. Ο ιός δεν τους αφορά. Το target group είναι η ωριμότητα (από πού προέκυψε ένας τόσο εκλεκτικός ιός;).
Η νυχτερινή ζωή, μόνο αυτή τους λείπει. Το γενικότερο lock down τους αφήνει αδιάφορους. Περνάνε ώρες χωμένοι στο μύθο του σύγχρονου κόσμου, τον ψηφιακό κόσμο. Αλήθεια, γιατί τα νιάτα αγαπούν τη νύχτα ενώ τα γεράματα την ημέρα; Αυτό είναι το χάσμα των γενεών; Το χάσμα φωτός και σκιάς; Δηλαδή το χάσμα των γενεών δεν είναι παρά θέμα κοντράστ; Περίεργα πράγματα.
Η παραλία λοιπόν. Οι άνθρωποι αγαπούν τα όρια. Γιατί, πώς αλλιώς επινοούν παραλίες σε ορεινές πόλεις; Πώς φαντασιώνονται εκεί την άκρη; Πού αρχίζει η θάλασσα του μυαλού; Περπατώ πάνω στην ακμή ακούγοντας την ηχώ από τα βήματά μου για να μην αισθάνομαι μοναξιά. Αυτός που σχεδίασε το ξύλινο βάθρο για να μην γίνεται απότομη η μετάβαση από το τσιμέντο στο νερό, αν μη τι άλλο, θα πρέπει να ήταν φωτογράφος.
Ώσπου την έκλεισαν την παραλία. Τίποτα δεν πρέπει να θυμίζει τον πρότερο βίο. «Η πατρίς ήτο ασθενής!». Νέα Τάξη Πραγμάτων.
Εκεί λοιπόν, στην παραλία, μπόρεσα να βιώσω μια φιλοσοφική θέση: «Ο κόσμος ως ψευδαίσθηση». Γιατί, ωραία, άλλο να το συλλαμβάνεις νοητικά και άλλο να το βιώνεις. Μήπως αυτό είναι «η ζωή», αυτή η καινούρια κατάσταση και όλα τα άλλα, αυτά που εκλάμβανα ως ζωή, αυτή η διαρκής ροή των πραγμάτων , να ήταν μια ψευδαίσθηση; Μια πλάνη; Τι μου προσέφερε τελικά αυτή η διαρκής ροή; Το βουητό από τα αυτοκίνητα και τις ομιλίες των ανθρώπων; Είναι σημαντικά ως σκηνικό ή ως ουσία της ύπαρξής μου; Μήπως ο κόσμος τελικά δεν είναι μια διαδοχή από καρέ ταινίας αλλά μια απλή φωτογραφία; Ναι, μια φωτογραφία κολλημένη σε έναν άδειο τοίχο. Και τι περιέχει αυτή η φωτογραφία; Εδώ που τα λέμε, πιο πολύ με απασχολεί, αυτή η «μόνη» φωτογραφία, πώς τελειώνει. Ποια μορφή έχει η ακμή της. Λες να έχει τη μορφή του στήθους της ξανθιάς και να μην περιέχει απολύτως τίποτα;
Με βασανίζει όμως μια ερώτηση. Ερώτηση ενοχής. Αν έκανα χημειοθεραπείες θα είχα την ίδια άποψη; Μήπως η ζωή παίρνει μορφή την στιγμή ακριβώς που απειλείται; Μήπως η απώλεια δίνει όψη στα πράγματα, ενώ πριν είναι άμορφα; Μήπως τελικά τα πράγματα μπορούν να ανιχνευτούν καθαρότερα μόνο στις φωτογραφίες;
Δεν ξέρω. Αληθινά δεν ξέρω. Κουράστηκα. Σας κούρασα. Γυρίζω πίσω. Καληνύχτα.
Κεμάλ πού είσαι;
Γιάννης Μεζές
15/10/2020