Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟ
(Μία σειρά εκθέσεων στην Ξάνθη)
Καφέ Κοκόρι
Ομαδική έκθεση των Mindaugas Kavaliauskas, Diana Cikanaviciene από την Λιθουανία και Παπούκα Κώστα (Ελλάς).
Στη σειρά των εκθέσεων του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης με τον γενικό τίτλο <<Μετά το Μεταμοντέρνο>> γίνεται μία προσπάθεια να συγκεντρωθούν για τον περιπατητή, που θα ήθελε να περιδιαβεί όλους τους χώρους των εκθέσεων, αρκετές από τις μορφές της φωτογραφίας που απασχολούν τους δημιουργούς φωτογράφους σήμερα. Σε ένα κόσμο που αλλάζει συνεχώς, θα ήταν λάθος να περιμένουμε από τη φωτογραφία, τη νεωτέρα των εικαστικών τεχνών, να παραμείνει σε αναλύσεις, σε φόρμες και πρακτικές επικοινωνίας με το κοινό της στον προηγούμενο αιώνα.
Για το τι φωτογραφίζουν οι δημιουργοί σήμερα και πως αντιμετωπίζουν το μέσον που διαλέξανε να εκφραστούνε (έστω για ένα τμήμα της ευρύτατης αυτής γκάμας και δυνατοτήτων), προσπαθεί να μιλήσει αυτή η ομάδα εκθέσεων στην Ξάνθη.
Φωτογραφίες ονειρικές ενός κατασκευασμένου χώρου, στέκονται δίπλα σε επιζωγραφισμένες με παραδοσιακό τρόπο, αλλά και άλλες, σύνθετης τεχνικής, προϊόντα του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Φωτογραφίες καταγραφής, φωτογραφίες συγχρόνου ντοκουμέντου και προσωπικής (υποκειμενικής) απόδοσης του πραγματικού, συνυπάρχουν με εικόνες διάσπασης αυτού του πραγματικού και με κατασκευές φωτογραφικού περιβάλλοντος. Η φωτογραφία σαν υλικό προς δημιουργία μεταφωτογραφημάτων, η φωτογραφία στο χώρο, η φωτογραφία σε διάλογο με το αντικείμενο που απεικονίζει, η φωτογραφία του σήμερα, σε διάφορες αλληλοσυμπληρούμενες εκδοχές.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΚΟΡΙ
Το Κοκόρι στεγάζεται στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο μίας πρώιν νεοκλασικής μονοκατοικίας, στη συμβολή των οδών Ορφέως 6 και Παλαιολόγου, στην παλιά πόλη της Ξάνθης. Το κτίσμα έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού νεότερο μνημείο και από την αποκατάστασή του και μετά φιλοξενεί το bar restaurant Κοκόρι, γεγονός που επιβάλλει η εσωτερική του διακόσμηση να συνάδει με τη διακριτικότητα και την αρμονία της εποχής που πρεσβεύει. Διακριτική είναι και η παρουσία των φωτογραφιών μέσα σε αυτό.
Το έργο τέχνης οφείλει να ενσωματώνεται γλυκά στο χώρο, με τρόπο που δεν θα του επιτρέπει να επιβάλλεται στους θαμώνες, αλλά αντίθετα, να τους παρακινεί σε διάλογο με αυτό, να τους προσφέρει οπτικούς και πνευματικούς ορίζοντες, κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας δίπλα του παραμονής τους. Από την άλλη μεριά, και ο χώρος αγκαλιάζει το έργο και το προβάλει με μοναδικό τρόπο, που πολύ απέχει από τους ψυχρούς χώρους των γκαλερί λευκών κουτιών.
Φυσικά, εκθέσεις σε μη καθαρά εκθεσιακούς χώρους εγείρουν ερωτήματα απρόσκοπτης επικοινωνίας του περαστικού (επισκέπτη μόνο για τις ανάγκες θέασης των έργων) με τα έργα που παρουσιάζονται, κανείς όμως δε μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι αντίθετα, πληθώρα κοινού σε καθημερινή βάση, όλες τις ώρες της ημέρας και από όλες τις ηλικίες έρχεται σε σταθερή επαφή και για αρκετά μακρύ χρονικό διάστημα με το έργο τέχνης, σε τέτοιο μάλιστα σημείο, που πολλές φορές το καθιστά και κεντρικό θέμα συζήτησης της παρέας, ανθρώπων που ελάχιστες φορές θα πηγαίνανε σε ένα χώρο τέχνης, ακόμη λιγότερες θα καθόντουσαν για αρκετή ώρα μπροστά στο έργο και θα συζητούσαν με ή για αυτό (κάτι που πολλοί κάνουν για άλλες μορφές τέχνης, όπως π.χ. για μία κινηματογραφική ταινία).
Η πορεία των δημιουργών προς το κοινό τους είναι ευθύνη και δική τους και των φορέων που διαχειρίζονται θέματα τέχνης και πολιτισμού, όπως είναι και ευθύνη του κοινού για επικοινωνία με τους δημιουργούς, τα έργα και τις σκέψεις τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥΣ
Ο Midaugas Kavaliauskas είναι ένας δραστήριος και δυναμικός καλλιτέχνης της Λιθουανίας. Εκτός από τη δημιουργία εικόνων τον συναντάμε και σε πολλά άλλα τμήματα της διαμόρφωσης της νέας φωτογραφίας στην πατρίδα του. Διευθύνει στο Κάουνας, την πρωτεύουσα της πρώιν αυτής Σοβιετικής Δημοκρατίας, την Γκαλερί Φως και είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής στο Φωτογραφικό Φεστιβάλ του Κάουνας. Στην έκθεση θα δούμε αποσπάσματα από μία του φωτογραφική έρευνα, για το τι απέγιναν τα θέρετρα του σοβιετικού στρατού στα παράλια της Λιθουανίας, δέκα χρόνια μετά της αποχώρησή τους από την ανεξάρτητη πλέον Λιθουανία.
Από την ίδια χώρα έρχεται και η εργασία της Diana Cikanaviciene. Η εικαστική φωτογράφος, που επάξια εκπροσωπεί τη νέα γενιά φωτογράφων στη χώρα αυτή, χρησιμοποιεί τη φωτογραφία με την τριπλή ιδιότητά της. Η φωτογραφία, σα μέσο που (υποτίθεται ότι) έρχεται πιο κοντά σαν ανάφορο στην πραγματικότητα, μας προσφέρει προς ανάγνωση απεικονίσεις που (υποτίθεται) ανακάλυψε ο φωτογράφος. Η φωτογραφία σα μία των εικαστικών τεχνών περιλαμβάνει με σαφήνεια το ίχνος της καλλιτεχνικής χειρονομίας, με τον ίδιο τρόπο που ένα σχέδιο περιλαμβάνει τις μολυβιές που το συνθέτουν. Η φωτογραφία σαν τέχνη της νέας εποχής, θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιεί σαν εργαλείο, όχι μόνο τα φιλμ, τις τεχνικές εκφώτισης και τους ειδικούς φακούς, αλλά, γιατί όχι και τον υπολογιστή.
Ο Παπούκας Κώστας εργάζεται εκ διαμέτρου αντίθετα. Παραμένει πιστός στην τιμιότητα της φωτογραφικής καταγραφής αυτού που βρέθηκε μπροστά στο φωτογράφο ή αυτού που ανακάλυψε η διερευνητική ματιά του. Είναι η πρώτη ανάγνωση των φωτογραφιών του.
Σε δεύτερο επίπεδο μας προτείνει το φορμαλιστικό παιχνίδι με το κάδρο, για να τονίσει το περιεχόμενο του έργου του. Το φωτογραφικό κάδρο ορίζεται από το ορθογώνιο. Ορθογώνιο το παραθυράκι μέσα από το οποίο συνθέτουμε την εικόνα μας πριν τη λήψη, ορθογώνιο και το φωτογραφικό χαρτί, ορθογώνια και τα αντικείμενα που φωτογραφίζονται. Παράθυρα και πόρτες (στριμωγμένα στο πλαίσιο της εικόνας) κοιτούν, ανοίγουν ή κλείνουν προς το μέσα, προς το εσωτερικό τους. Ο Ρίτσος έβλεπε στα ανοικτά παράθυρα τους ανοικτούς ορίζοντες, την ελευθερία, το δικαίωμα του ανθρώπου να ελπίζει σε κάτι καλλίτερο. Ο Κώστας, στην εποχή που ζούμε, στέκεται έξω και φωτογραφίζει προς τα μέσα, ίσως τις νέες Φιλικές Εταιρείες που δημιουργούνται. Στις σκοτεινές εποχές του Ρίτσου, ο ποιητής έβαζε τον εαυτό του φυλακισμένο εντός, στις σκοτεινές εποχές του σήμερα, ο φωτογράφος στέκεται από έξω.