Τη Δευτέρα, 15 Φεβρουαρίου 2021, στις 20:00 το βράδυ, με εισηγητή τον Γιάννη Μεζέ, σας προσκαλούμε στη διαδικτυακή παρουσίαση, μέσω της πλατφόρμα του ΖΟΟΜ, με τίτλο : “Μα, είναι αυτό φωτογραφία; - Από την αναπαράσταση στην εικόνα-βίωμα”.
Σημείωμα εισηγητή:
Σε μια εποχή καταιγισμού των εικόνων, το οντολογικό πρόβλημα της ερασιτεχνικής φωτογραφίας έρχεται στο προσκήνιο ζητώντας εκβιαστικά απαντήσεις. Σε τι θα μπορούσε να διαφέρει η φωτογραφία του ερασιτέχνη φωτογράφου από τη μαζική παραγωγή εικόνων, για να αποφύγει την πολτοποίησή της από την ισοπεδωτική πρέσα της οπτικής επικοινωνίας;
Η παρουσίαση αυτή αποπειράται να τεκμηριώσει την τάση της φωτογραφίας να αποδεσμευτεί από το οπτικό ανάφορό της - που είναι και τα δεσμά της εικόνας - και να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή της ως φορέα βιώματος.
Γιάννης Μεζές
Φλεβάρης 2021
Μα, είναι αυτό φωτογραφία;
Η φωτογραφική εικόνα ως βίωμα
Ως ερασιτέχνες φωτογράφοι σήμερα - με την ακριβή έννοια του εραστών της φωτογραφίας– βρισκόμαστε σε ένα αδιέξοδο του ρόλου και επομένως του σκοπού που επιτελεί η φωτογραφία ως πράξη. Σε ένα κόσμο πολλαπλά και ανελέητα φωτογραφημένο, από τον οποίο είναι περισσότερο γνωστά τα οπτικά αντίγραφά του παρά ο κόσμος ο ίδιος, ένα ακόμη «κλικ» αντηχεί ως Σισύφεια πράξη αυτοαναίρεσης.
Η φωτογραφία διαφέρει από τις άλλες τέχνες, γιατί είναι επιφορτισμένη, δέσμια θα έλεγε κανείς, του φωτογραφικού ανάφορου, πράγμα που δεν συμβαίνει στις άλλες τέχνες. Το φωτογραφικό ανάφορο είναι μια βαριά άγκυρα, μια φυλακή, που περιορίζει την ελευθερία κίνησης της ίδιας της φωτογραφίας. Είναι ο περιορισμός της. Εξαιτίας αυτού του περιορισμού συνδυάστηκε η φωτογραφία με την αποτύπωση κάποιας φωτογραφικής αλήθειας. Θα πρέπει εδώ να σχολιάσουμε πως η φωτογραφία αποτυπώνει μια οπτική πραγματικότητα. Μια οπτική πραγματικότητα όμως δεν συνιστά μια οπτική αλήθεια. Ανάλογα με την επιλογή του κάδρου, τι βάζεις μέσα και τι αφήνεις απέξω, μόνο αυτό, μετατρέπει την οπτική πραγματικότητα σε οπτική αλήθεια του φωτογράφου και μόνο του φωτογράφου.
Αυτό το πλεονέκτημα της φωτογραφικής μηχανής, να αποδίδει πιστά μια οπτική πραγματικότητα, αποτελεί και το λάβαρο μιας στρατιάς φωτογράφων, το οποίο δεν θα πρέπει να σπιλωθεί με άλλες χρήσεις, διολισθαίνοντας σε άλλα προγονικά είδη τέχνης και σε άλλου είδους συγγένειες. Πώς όμως μπορεί κάποιος να εμποδίσει μια άλλη στρατιά να μην θέλει να αξιοποιεί αυτό το πλεονέκτημά της και να θέλει να την χρησιμοποιήσει σαν ένα περίεργο «μάτι» με διαφορετική φυσιολογία από αυτή του ανθρώπινου οφθαλμού; Η φωτογραφική μηχανή είναι απλά «μια μηχανή». Ο τρόπος αξιοποίησης της αφορά μόνο τον χειριστή, την επινοητικότητά του και την προθετικότητά του.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ένα συλλογισμό με το εξής το θέμα:
Δύναται η φωτογραφία να σπάσει τα δεσμά του οπτικού ανάφορου και να απεικονίσει αυτό το άλλο στο οποίο παραπέμπει; Μπορεί, δηλαδή, η φωτογραφία να «αυτοκτονεί» μπροστά στα μάτια μας, την ώρα της θέασής της, για να απελευθερωθεί από το ίδιο της το σώμα;
Σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζεται η φωτογραφία ως σύνολο. Η φωτογραφία υπάρχει και εκδηλώνεται σε μεγάλο αριθμό χρήσεων και σκοπών. Όλα τα είδη της φωτογραφίας είναι εξίσου σημαντικά και απαραίτητα, κανένα είδος όμως δεν μπορεί, ζηλότυπα, να φιλοδοξεί την αποκλειστικότητα της αντιπροσώπευσής της.
Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
Η εικόνα, σύμφυτη με τις απαρχές της ιστορίας του ανθρώπου, συνιστά τον πρώτο ανθρώπινο λόγο. Είναι ο λόγος για το ορατό και το μη ορατό ταυτόχρονα.
Ειδομένη με τα μάτια του σήμερα παρασυρόμαστε ίσως σε άστοχες κρίσεις για την λειτουργία της εικόνας: Είναι η καταγραφή της εμπειρίας; Είναι διακοσμητική; Είναι μεταφυσική με σκοπό να δεσμεύσει τα πνεύματα των εικονιζόμενων οντοτήτων; Είναι λατρευτική; Όποια και να είναι η λειτουργία της, συνιστά τον αποτυπωμένο ανθρώπινο λόγο για τον κόσμο που τον περιβάλλει. Σαν γονιδιακό κατάλοιπο, το να παράγουμε εικόνες είναι στη φύση μας.
Η έλευση του γραπτού κώδικα επικοινωνίας δεν ήταν ρηξικέλευθη αλλά συνίσταται στην εικονική αποτύπωση των περιγραφομένων σε μια ακολουθία διαδεχόμενων παραστάσεων (ιερογλυφική – ιδεογράμματα). Οι ριπές του χρόνου εξάχνωσαν τις μικρές λεπτομέρειες των εικόνων αφήνοντας ως ίζημα το σκελετό τους, διολισθαίνοντας σταδιακά από την περιγραφή στο συμβολισμό. Ο λόγος, πέρα από την επικοινωνιακή ανάγκη, προσπαθεί να καλύψει το κενό του ανθρώπου που δεν αρκείται και δεν εξαντλείται στο προφανές της ύπαρξης.
Με την καλλιέργεια του γραπτού λόγου και τη διάδοσή του, αποδυναμώθηκε η λειτουργία της εικόνας στους κύκλους των ανθρώπων που γνώριζαν γραφή. Πόσοι όμως ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Ποιο ήταν το ποσοστό τους σε όλες τις εποχές ακόμη και στις αρχές του 20ου αιώνα; Η εικόνα διατήρησε την ισχυρή θέση της σε ομάδες και τάξεις ανθρώπων που δεν γνώριζαν να γράφουν.
Στην εγγύτερη (τοπικά και χρονικά) ιστορία, η θρησκευτική αντίληψη των πιστών προερχόταν και αποδιδόταν με την εικονογράφηση στους τόπους λατρείας. Σε αυτές τις ομάδες ανθρώπων η λειτουργία της εικόνας έχει την ίδια θέση με αυτήν που είχε στις απαρχές της. Μια λειτουργία κυρίως αντιληπτική και δευτερευόντως αισθητική.
Η ισχυρή θέση, η δύναμη της εικόνας, είναι σε μας σήμερα υποτιμημένη, εξαιτίας της ορθολογικής κατήχησης που έχουμε υποστεί για το «πώς» να αντιμετωπίζουμε τον κόσμο και την ύπαρξη.Τι θα μπορούσε να αποδώσει με μεγαλύτερη πιστότητα την υπεροχή της εικόνας - την τεράστια δύναμή της - από την Εικονομαχία, που ταλάνισε το Βυζάντιο μέχρι εξαντλήσεως; Η Εικονομαχία είναι μια μάχη μέχρις εσχάτων για την «αναπαράσταση» - για το δικαίωμα «της αναπαράστασης», το δικαίωμα τελικά στην εικόνα.
Η εισαγωγή της μαζικής εκπαίδευσης ως κοινωνική πρακτική δημιούργησε την αίσθηση της ανωτερότητας του γραπτού και προφορικού λόγου, ως κατ’ εξοχήν πεδίο της ανθρώπινης διανόησης. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός πως ο γραπτός λόγος απαιτεί χρόνο και προσπάθεια που η μεγάλη μάζα δεν διαθέτει ή δεν προτίθεται να αναλώσει. Και τελικά ο γραπτός λόγος απευθύνεται σε μια συρρικνωμένη ομάδα ανθρώπων, δεν αφορά το οικουμενικό.
Με την έλευση της ψηφιακής εποχής και αναπόσπαστα της ψηφιακής ευκολίας, η πλειοψηφία των ανθρώπων περιγράφει την εμπειρία της με την εικόνα. Παράγεται γρήγορα - δίχως κόπο, μεταδίδεται γρήγορα και αναλώνεται το ίδιο γρήγορα (δυστυχώς, όπως οι κουβέντες στο καφενείο).Αυτό δείχνει πως η πλειονότητα των ανθρώπων διψά για έκφραση αλλά δεν είχε τον τρόπο να το κάνει άκοπα, δίχως προσπάθεια.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί πως η εξαντλητική φωτογράφιση δεν αφορά πράγματα «άξια να φωτογραφηθούν», όπως θα έλεγε κανείς, αλλά την καθημερινότητα σε όλες τις εκδηλώσεις της π.χ. το μαγείρεμα του φαγητού, στην αγορά για ψώνια, η ταβέρνα της γειτονιάς κτλ. Αποτελεί ένα είδος δηλαδή ημερολογίου ζωής και ενδέχεται οι ερασιτέχνες φωτογράφοι να βγάζουν ημερησίως λιγότερες φωτογραφίες από αυτούς που διαθέτουν μια κάμερα.
Σε μια ελεύθερη απόδοση της αντιστοιχίας του κόσμου των εικόνων με την πρώτη ανθρώπινη γραφή, αποδίδω τα κινεζικά ιδεογράμματα με αντίστοιχες λέξεις κλειδιά στην αναζήτηση του φωτογραφικού τόπου του flickr:
H εικόνα ως λόγος έχει μια ελλειπτικότητα και μια υπεροχή: απαιτεί τη συνέργεια του θεατή σε μεγαλύτερο βαθμό από την συνέργεια που απαιτεί ο συγγραφέας από τον αναγνώστη.Στο γραπτό λόγο η περιγραφή ενός αντικειμένου οριοθετείται και εξαντλείται στο βαθμό που επιλέγει ο συγγραφέας. Στην οπτική περιγραφή εναπόκειται στη διάθεση και επιδεξιότητα του θεατή να προβεί σε μια σχολαστική ανάγνωση, που όμως δεν είναι οριοθετημένη. Ο θεατής μπορεί να αναγνωρίσει σε μια εικόνα ενδεχομένως περισσότερα ή και διαφορετικά πράγματα από την πρόθεση του δημιουργού.
Μόνο το γεγονός πως η χρήση επεξηγηματικού κειμένου – λεζάντας – που μπορεί να είναι μια σελίδα για μια εικόνα, καταδεικνύει την εικόνα ως ένα είδος συμπυκνωμένου λόγου.
Η ΕΞΑΝΤΛΗΣΗ ΤΟΥ «ΠΡΟΦΑΝΟΥΣ»
Η ερασιτεχνική φωτογραφία βιώνει σήμερα με κάποια έξαρση το υπαρξιακό της πρόβλημα: Ποια είναι η χρησιμότητα και επομένως η αιτία ύπαρξης της ερασιτεχνικής φωτογραφίας; Πώς διαφοροποιείται αυτού του είδους η φωτογραφία από την «άλλη» φωτογραφία, την πολλαπλά αναπαραγόμενη;
Η αγωνία αυτή είναι εμφανής και στον τρόπο με τον οποίο οι φωτογράφοι χειρίζονται τις φωτογραφίες τους, συνιστώντας μια «πρώτη απάντηση»:Την διαφοροποίηση των παραγόμενων εικόνων από το «προφανές» με την έννοια της πιστής απόδοσης μιας οπτικής πραγματικότητας.
Η υπερβολική εξοικείωση με το προφανές οδηγεί σε μια άρνηση του προφανούς ως καλλιτεχνικής έκφρασης.Το προφανές έχει φτάσει το σημείο κόρου, εφόσον έχει εξαντλήσει τον εαυτό του.
Η διαφοροποίηση αυτή εκφράζεται στην πράξη με διάφορους τρόπους:
- με την ισχυρή επεξεργασία της εικόνας ή την γενικότερη επέμβαση σε αυτήν με διάφορους τρόπους ακόμη και εικαστικούς, ώστε να απομακρύνεται από το οπτικά αποδιδόμενο.
- με την επιλογή του θέματος της φωτογραφίας, ώστε να απεικονίζεται αυτό που δεν είναι τόσο «προφανές» να απεικονιστεί, αυτό που δεν θα το φωτογραφίζαμε σε άλλες εποχές
- με την επισύναψη συνοδευτικών κειμένων, επεξηγηματικών όχι απευθείας των εικόνων αλλά του «άλλου» στο οποίο παραπέμπουν.
Δημιουργοί και θεατές αποστρέφουν το βλέμμα τους από το οπτικά δεδομένο αποζητώντας μια έκφραση σε αχαρτογράφητους εσωτερικούς τόπους, των οποίων το ορατό- προφανές αποτελεί ένα είδος επιδερμικής κρούστας.
Παρακάμπτοντας τα ερωτήματα, κατά πόσο αυτές οι παρεμβάσεις αλλοιώνουν την φύση, όχι γενικά της εικόνας, αλλά ειδικά της φωτογραφίας, της εικόνας, δηλαδή, που παρέχεται με εργαλείο τη φωτογραφική μηχανή, θα συμφωνήσουμε πως δεν μπορεί κανείς να χρεώσει σε μια εικόνα και επομένως και στη φωτογραφία, την αποκλειστικότητα «μίας και μόνο λειτουργίας».
Θα επιστρέψω για να συνοψίσω:
Το «ανάφορο της εικόνας» είναι πολλές φορές το ζητούμενο και το όριο της εικόνας.Σε άλλες περιπτώσεις όμως είναι ένας ασφυκτικός περιορισμός, σαν στενό ρούχο, από το οποίο θέλουμε να απαλλαγούμε.
Γεννιέται το ερώτημα: Η τάση αυτή είναι απλά ένα βίτσιο για μια «όποια» διαφοροποίηση; Όχι δεν είναι. Είναι η αναζήτηση ενός νέου ρόλου και ενός νέου σκοπού.
Δεν μπορεί να μην γίνει συνειρμικά μια αναγωγή στις αρχές του εικοστού αιώνα και να μεταθέσουμε στο «φωτογραφικό πρόβλημα» το «ζωγραφικό πρόβλημα»: Με την έλευση της φωτογραφίας καταργήθηκε ένας βασικός ρόλος των ζωγράφων – η απόδοση πορτρέτων και τοπίων. Κάτω από αυτήν την ιστορική ανάγκη, η ζωγραφική επέλεξε διαφορετικούς δρόμους κατευθυνόμενη είτε στο ονειρικό – σουρεαλισμός- είτε στο μη ορατό και εννοιολογικό.
Με την ίδια «ιστορική ανάγκη» βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη η φωτογραφία.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΟΠΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να στέκεται απέναντι σε φωτογραφίες που με συν-κινούν και με αγαλματοποιούν ταυτόχρονα. Ενώ δεν μπορώ να τις κατανοήσω, ασκούν ιδιαίτερη έλξη πάνω μου, δημιουργώντας ένα καταιγισμό σκέψεων και συναισθημάτων. Αυτός ο καταιγισμός ετερόκλητων εσωτερικών λειτουργιών, συνειδητοποιώ πως μου δημιουργεί ένα «βίωμα».
Το βίωμα, ως έννοια, προϋποθέτει τη συλλογική συμμετοχή όλων των αντιληπτικών μηχανισμών του ανθρώπου, με την έλλογη νόηση να υστερεί σε ταχύτητα επεξεργασίας έναντι άλλων πιο πρωτόγονων - σε σειρά χρονικής εξέλιξης - μηχανισμών.
Κατά αντιστοιχία του “deepweb” υπάρχει το “deepεγώ”, το «βαθύ εγώ» το οποίο κινείται στη θέαση αυτών των εικόνων. Η φωτογραφία επιδρά απευθείας σε αυτό το βαθύ, άλογο «εγώ».
Θα μπορούσε εδώ να προκύψει μια παρεξήγηση. Το βαθύ «εγώ» δεν είναι ατομικό. Ως μέλη μιας κοινωνίας το βαθύ προσωπικό «εγώ» δεν διαφέρει από άτομο σε άτομο. Σμιλεμένο και μορφοποιημένο από το βάθος του χρόνου είναι ένα «βαθύ εγώ» συστατικό της ανθρώπινης φύσης και συνιστά ένα κοινό τόπο καθιστώντας το οικουμενικό. Επομένως μπορούμε να εικάσουμε πως η εμπειρία αυτού του βιώματος δεν είναι ριζοσπαστικά διαφορετική από πρόσωπο σε πρόσωπο. Επομένως η εμπειρία αυτού του βιώματος δεν είναι βαυκαλιστικά προσωπική, πλήρως εξατομικευμένη και ελεύθερη. Είναι ένας βαθιά κοινωνικός τόπος.
Τίθεται το ερώτημα κατά πόσο ο λεκτικός κώδικας μπορεί να παράγει ή να περιγράψει τέτοιου είδους βιώματα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το συναισθηματικό μας τοπίο: Ο συναισθηματικός μας κόσμος διακατέχεται από ένα μεγάλο αριθμό συναισθημάτων που δεν είναι όμως απολύτως διακριτά το ένα με το άλλο. Παρ΄ όλα αυτά ο λεκτικός μας κώδικας τα ομαδοποιεί σε διακριτές έννοιες: «Λύπη» κενό «Στενοχώρια» κενό «Θλίψη» κενό.
Ανάμεσά τους υπάρχει μια συνεχής μετάβαση από το ένα στο άλλο, όπως τα χρώματα του ορατού φάσματος. Υπάρχουν δηλαδή ενδιάμεσες αποχρώσεις, τονικές διαβαθμίσεις συναισθημάτων, που όμως ο λεκτικός κώδικας αδυνατεί να αποδώσει.
Και επιπλέον, δεν γνωρίζουμε αν τα συναισθήματα των ανθρώπων είναι τα ίδια με αυτά που είχαν πριν εκατό χρόνια. Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, η κοινωνική εμπειρία, οι νέες συνθήκες ύπαρξης, διαμορφώνουν ένα, όχι κατά βάση, διαφορετικό, συναισθηματικό τοπίο αλλά πολλαπλασιάζουν, συνεχώς διχοτομώντας, τον συναισθηματικό κόσμο, αναδεικνύοντας πάμπολλες λεπτές αποχρώσεις.
Αντίθετα, ο λεκτικός μας κώδικας εξελίσσεται πάρα πολύ αργά (δεν φτιάχνονται νέες λέξεις) αδυνατώντας να ακολουθήσει κατά πόδας τις εσωτερικές αλλαγές, την πολυπλοκότητα του εσωτερικού τοπίου. Οι τονικές διαφορές του συναισθηματικού και γενικότερα του εσωτερικού βίου εκπίπτουν στην πιο κοντινή λεκτική έκφραση και δεν μπορούν να αποφύγουν την άστοχη ομαδοποίησή τους σε ενιαίο λεκτικό όρο.
Εδώ αναφαίνεται η υπεροχή της εικόνας. Ελεύθερη να παράγει νέους κώδικες μπορεί να αποτυπώσει αυτές τις αποχρώσεις, αυτήν την πολυπλοκότητα, δίχως να έχει μια ανάγκη επανάστασης, καταστρατήγησης παραδοτέων κωδίκων.
Ο παραδοσιακός τρόπος ανάγνωσης μιας εικόνας συνθλίβεται κάτω από αυτό το πρίσμα. Η αναλυτική περιγραφή μιας εικόνας, εν είδει επιστημονικής έρευνας ή απλής νεκροψίας, με την οριοθέτηση του κάδρου, του θέματος, της φόρμας, του περιεχομένου, του συνειδητά δηλούμενου, του ασυνείδητα υποδηλούμενου –ατελείωτος κατάλογος νυστεριών και εργαλείων, προς αναζήτηση μιας επιστημονικής εγκυρότητας - ακυρώνεται ολοσχερώς.
Η πρόταση λοιπόν, έγκειται στην αντιμετώπιση αυτής της φωτογραφίας, όχι ως σύνθεση συστατικών, αλλά ως ενιαία οπτική λέξη σε ένα άγνωστο λεξιλόγιο που δεν διασπάται, δεν τεμαχίζεται όπως και ένα φαγητό δεν μπορεί αφού μαγειρευτεί να διαχωριστεί στα συστατικά του. Όλη η εικόνα είναι ενιαία και η παραμικρή αλλαγή αποδίδει μια άλλη λέξη, ένα διαφορετικό λήμμα στο οπτικό λεξιλόγιο του δημιουργού.
Η φωτογραφία προσφέρεται πλέον όχι μόνο ως έκθεμα προς ανάγνωση και μελέτη, ούτε μόνο για τέρψη οφθαλμών αλλά και ως μια βιωματική πράξη εμπλουτίζοντας και διευρύνοντας το εσωτερικό λεξιλόγιο όσων έρχονται σε επαφή με αυτήν.
Μια εικόνα που απελευθερώνεται από το οπτικό της ανάφορο και που προσφέρει μια «οπτική εμπειρία».
Γιάννης Μεζές
Φλεβάρης 2021