Το "απαγόν"
Διαμαρτυρόμαστε με παρέα και όχι κατά μόνας.
Την Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου, παίρνουμε το ποτό μας και ένα φακό και στις 8 μμ, φτάνουμε στην οδό Παπαμάρκου 25.
Στον ισόγειο χώρο της γκαλερί Χ-ART-I, στην Πλατεία Άθωνος της Θεσσαλονίκης, θα δείτε (αν έχετε φως μαζί σας) ένα μέρος από παλαιά/νέα δουλειά του Βασίλη Καρκατσέλη (ποια και τι δεν έχει σημασία, αφού και αυτή την φορά, σημασία έχει η πράξη, η διαμαρτυρία, η συν-μετοχή).
Θυμίζουμε ότι την Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου, κατεβάζουμε το ρεύμα στις 8 το βράδυ.
Αντιδρούμε με αυτόν τον τρόπο στις αυξήσεις - χαράτσια της ΔΕΗ.
ΛΕΜΕ ΟΧΙ ΣΤΙΣ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΕΗ-ΟΧΙ ΣΤΑ ΧΑΡΑΤΣΙΑ
ΑΝΤΙΔΡΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΝΑ ΔΗΜΟΣΙΟ ΑΓΑΘΟ ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΜΑΣ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΡΕΥΜΑ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΑΣ.
ΣΤΙΣ 8 ΤΟ ΒΡΑΔΥ ,ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ Η ΕΛΛΑΔΑ ΘΑ ΣΤΕΙΛΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ
ΜΗΝΥΜΑ.
Το "απαγόν" ή σβήσιμο είναι άλλη μία μοναδική μορφή διαμαρτυρίας που
χρησιμοποίησαν τον Σεπτέμβριο του 2002 οι αργεντινοί καταναλωτές για να ακυρώσουν τις αυξήσεις στο ρεύμα και σε άλλα κοινωνικά αγαθά κοινής ωφέλειας. Έσβησαν ταυτόχρονα τα φώτα για ένα τέταρτο σε όλη τη χώρα! Τη βύθισαν στο σκοτάδι και ανάγκασαν κυβέρνηση και εταιρείες σε άτακτη
υποχώρηση.
Για το Απαγόν
(μία έκθεση που χρειάζεται να φέρεις δική σου πηγή φωτός για να δεις τα εκθέματά της)
Το απαγόν είναι το σβήσιμο.
Σβήνουμε το φως όταν αυτό έπρεπε να είναι αναμμένο. Σβήνουμε το φως, ενώ το χρειαζόμαστε και έπρεπε να είναι αναμμένο. Σβήνουμε συνειδητά, γιατί θα θέλαμε αυτή μας η πράξη να φέρει κάποιο αποτέλεσμα, γιατί προσδοκούμε κάθοδο αγγέλων, γιατί επιδιώκουμε αναδιάταξη δυνάμεων, γιατί ελπίζουμε, ακόμη, στην απελπισία μας, στην απόγνωση.
Αρνούμαστε το φως, που είναι βασικό εργαλείο για τη δημιουργία και κυκλοφορία του έργου μας. Αρνούμαστε οικειοθελώς αυτό το αγαθό, για να το έχουμε παντού και όπου το χρειαζόμαστε, με τον ίδιο τρόπο που ο εργάτης απεργεί χάνοντας το μεροκάματο, για να έχει μεροκάματο.
Τα 17 ερωτηματικά
Διαλέγουμε ή μας διαλέγει η ανάγκη;
Η συμμετοχή στο σβήσιμο είναι απλώς θέμα ηθικό ή και ανάγκη για την τέχνη μας; Με τον ελάχιστο κατευθυνόμενο φωτισμό, από τη συστοιχία μπαταριών ενός φακού τσέπης, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε το βασικό στην τέχνη μας; Το σκοτάδι στην υπόλοιπη αίθουσα θα απαλείψει τα επίπλαστα διακοσμητικά φκιασίδια του έργου μας; Θα μπορέσει αυτή η ελάχιστη ακτίνα κατευθυνόμενου φωτός να μας αποκαλύψει το περιττό, ώστε να το αφήσουμε εκτός;
Πόσα λίγα μπορεί να αντέξει μία ιδέα;
Αν στην Ελλάδα του 21ου Αιώνα καμία αξία δεν έχει μείνει στη θέση της, γιατί να πρέπει να μείνει το πώς και πότε παρουσιάζουμε τα έργα μας, σε φίλους και γνωστούς; Ποιος θα μας απαγορεύσει να πειραματιστούμε, στο πνεύμα της εποχής, επί παντός; Να δοκιμάσουμε νέους τρόπους αντίστασης, νέες ημερομηνίες εξωθεσμικών θεσμών, νέους τόπους, νέο κοινό και συνομιλητές; Σε ποιες ευκαιρίες ακουμπάμε τον μόχθο μας, τα έργα μας; Μήπως και το περιεχόμενο αυτών; Η διαμαρτυρία μέσω μιας έκθεσης ειδικών συνθηκών ενός εικαστικού θα μπορούσε να βοηθήσει στην παράκαμψη των ασφυκτικών δεσμών του φορμαλισμού; Είναι τέτοιου είδους δράσεις για μία άλλη λειτουργία της τέχνης, ευκαιρία για επιστροφή στον άνθρωπο και τις αξίες του, όπλο στη μάχη ενάντια στην κατανάλωση, το δοτό αυτό θεό στο βωμό του οποίου θυσιάζεται κόσμος και κοσμάκης; Γιατί να μην δοκιμάσουμε και τις αξίες της ορθής ανάγνωσης μιας έκθεσης, ενός έργου στον τοίχο, μιας ιδέας;
Μια έκθεση που υποχρεώνει το κοινό της να φτάσει προετοιμασμένο σε αυτήν για να την δει ή το υποχρεώνει σε συνεργασία με τους λοιπούς παρευρισκόμενους, επιτρέπεται να περιμένει αρκετά από αυτό το κοινό της; Μια τέτοια έκθεση, σε άγνωστο χώρο, ίσως ξενοίκιαστο κατάστημα, μπορεί να διαφοροποιήσει δίχως άγχος τις αντιλήψεις μας, όχι σαν πρωτοβουλίες περί τροποποιήσεων, όχι ντε και καλά σαν πρόταση ενάντια σε αγκυλώσεις, αλλά σαν ένα νέο παράλληλο σύστημα προς ένα εύθραυστο λεξιλόγιο γεμάτο υποσημειώσεις και ερωτηματικά; Όλα αυτά τα σημαντικά που προϋπήρξαν θα δώσουν χώρο στην αφύπνιση και της γλώσσας που παρέμενε αδιάβαστη στη σκιά τους ή στην επινόηση μιας νέας;
Για την έκθεση
Μία έκθεση, όπως την έχουμε συνηθίσει, κολυμπάει στο φως. Τα εκθέματά της είναι λουσμένα στο φως, ακόμη και αν επικρατεί σκοτάδι για λόγους υποβολής ή γιατί έχουμε προβολές. Στις παραδοσιακές εκθέσεις το έργο έχει την ένταση και τη σκληρότητα που κρίνει σκόπιμη ή απαραίτητη για την προβολή του ο υπεύθυνός της, ο σχεδιαστής της. Ακόμη και στον χαμηλό φωτισμό ξεχωρίζουν τα σημεία όπου τα προς θέαση έργα.
Αντίθετα με αυτούς τους γενικούς κανόνες, ετούτη η έκθεση έχει μία ιδιαιτερότητα. Πέραν του ελάχιστου, εξ αντανακλάσεως των φώτων της πόλης, στην είσοδο, δεν υπάρχει άλλη πηγή φωτός στην αίθουσα. Ο θεατής μπαίνει με το φακό του, όπως ίσως σε κάποιο σπήλαιο. Η δέσμη του φακού δεν επιτρέπει την ολική επόπτευση του χώρου. Απαιτεί προσεκτική προσέγγιση του κάθε έργου ξεχωριστά
Η σκοτεινή έκθεση σαν εγκατάσταση, σαν ενιαίο έργο, χάνει την αξία της, δεν την βλέπεις, άρα δεν υφίσταται. Το έργο τοποθετείται ξανά στο βάθρο του, διαβάζεται ένα – ένα, όχι όμως με τους κανόνες του εμπορίου. Το εμπόριο της τέχνης δεν ενδιαφέρεται για δράσεις, για εγκαταστάσεις και τα άλλα μη εύκολα εμπορεύσιμα έργα. Επιθυμεί το έργο να μην είναι τμήμα μίας σειράς, αλλά αυτόνομο τεμάχιο, ικανό να το αποχωριστεί ο όγκος μίας έκθεσης, υπέρ της τοποθέτησής του, επ αμοιβή όλων, στον τοίχο αυτού που το αγόρασε. Για τούτο το προβάλει, τονίζει την αξία του σαν μοναδικό απόκτημα έτοιμο να αλλάξει ιδιοκτήτη.
Σε αυτή τη θεοσκότεινη έκθεση, όπου ο θεατής πρέπει να πλησιάσει αρκετά το έργο για να το απολαύσει με τον φακό του, (η ένταση του φωτός είναι αντιστρόφως ανάλογη της αποστάσεως), λες και επιδιώκουμε να αναβιώσουμε τις προ ηλεκτρισμού καταστάσεις, μένει να δούμε αν θα προσφερθεί κατάνυξη. Μένει να μάθουμε αν, το έργο που επέλεξες να παρουσιάσεις με μία τέτοια φόρμα, γίνεται αντιληπτό σαν κάτι πέραν των αισθήσεων.
Για τα έργα της
Κίνηση της απελευθέρωσης και ανοικτές φόρμες για το αφηρημένο πάθος, για αυτό που θα θέλαμε να διαρκέσει για πάντα. Φλου και δυσδιάκριτο, σαν πρόθεση για υποθέσεις. Μπρος πίσω ανάκατα και ενιαία, το φόντο στο αντικείμενο, το αντικείμενο κομμάτια. Το δεδομένο και το σταθερό, με γραμμικά ή όχι περιγράμματα, σαν αντιπαράθεση στο κρυφό. Όλα στην αυτοαναίρεσή τους, μακριά από το όμορφο, σκληρά σαν σε αντιπαράθεση με τη σκέψη που τα δημιούργησε, σαν χρόνος εναντίον, άγνωστο ποιού. Έργα σίγουρα στην αβεβαιότητα της μοναξιάς τους, αν και έξω από των περίβολο των σταθερών αξιών. Έργα καθόλου βολεμένα και ίσως καθόλου σπουδαία, αφού δεν είναι χρήσιμα. (;)
Για τον τρόπο που δουλεύω
Δουλεύεις, πάντα με το παράθυρο ανοικτό, ελπίζοντας να περάσει ο φρέσκος αέρας του δάσους και να αφήσει την υγρασία του στην επιφάνεια των χαρτιών σου. Επιζητείς την πιστοποίηση του ανεξέλεγκτου αυτού ίχνους, καθώς εργάζεσαι, καθώς ασχολείσαι σκληρά και διεξοδικά με το ένα, με το δένδρο.
Φωτογραφίζεις απόλυτα στο δικό σου δρόμο, όχι μονόπατα και για μία συγκεκριμένη μορφή, αλλά για να δημιουργήσεις το περιβάλλον, να προσφέρεις την αφορμή, να γεννηθεί αυτό που δεν είχες υπολογίσει, αυτό που δεν είχες δει, αλλά περιμένεις να σου παρουσιάσει το έργο σου.
Εκθέτεις σαν μία υπέρτατη προσπάθεια να ολοκληρώσεις αυτό που σου φανερώθηκε, μέσα από τις ατελείωτες πνευματικές αναζητήσεις, μέσα από εκατοντάδες εργατοώρες εργασίας, μέσα από την ικανότητα που σου δόθηκε ή απέκτησες, να μιλάς μέσα από αυτό που κατασκευάζεις.
Απολαμβάνεις την ενέργεια που σκορπίζεται προς το παντού του γύρω κόσμου, παρόντων και απόντων, σαν πιστοποίηση ενός γεγονότος που κατέχεις αλλά δεν ορίζεις, στην αδυναμία σου.
Βασίλης Καρκατσέλης
Γενάρης του 2012
Η τέχνη στο δρόμο
Σε συνθήκες κρίσης της Αγοράς, η τέχνη που αντιστέκεται στη σαβούρα του λαϊκισμού, και στην αδιαφορία των προβλημάτων της γλώσσας της, αναλαμβάνει επιπρόσθετα καθήκοντα.
Ένα από αυτά είναι η δημιουργία όλο και περισσότερων δομών για την ελεύθερη και απρόσκοπτη άσκηση διαλόγου περί την τέχνη και τον πολιτισμό. Δομών νέων, παράλληλων των θεσμοθετημένων.
Καθώς οι λειτουργοί της δεν εκθέτουν για το χρήμα, (που έτσι και αλλιώς δεν κυκλοφορεί κατά τη διάρκεια των περιόδων κρίσης) αλλά για να παρουσιάσουν το έργο και τις ιδέες τους, χάνουν την όποια δικαιολογία μπορούν να έχουν για έξωθεν επιβουλές από παράγοντες της αγοράς στη φόρμα και το περιεχόμενο του έργου τους. Σε καθεστώς κρίσης και ταυτόχρονης ύφεσης, οι δυνάμεις της αγοράς, εργάζονται ανταγωνιστικά μεταξύ τους, η κάθε μία για τον εαυτό της. Σαν μονάδα η κάθε επιχείρηση και για λογαριασμό της, επιδιώκει τη διατήρηση των θέσεων που κατέκτησε κατά το παρελθόν, την περίοδο των ευτραφών αγελάδων, προσπαθεί για τη συντήρηση των ιδίων δυνάμεων. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας αμυντικής πολιτικής είναι να αραιώνει την παρουσία της στα δρώμενα, χαλαρώνοντας τα δεσμά προς τους καλλιτέχνες της.
Οι τελευταίοι, έστω και με το ζόρι απελεύθεροι, και δίχως εξάρτηση από το δίκτυο της αγοράς, (παραγωγής, προώθησης και διακίνησης), μπορούν, ενταγμένοι στις δικές τους ομάδες, να αισθάνονται τελείως ελεύθεροι. Επενδύοντας στο δικό τους όραμα με μεράκι και στον δικό τους ελεύθερο χρόνο δημιουργικά, χορηγοί οι ίδιοι του έργου τους, μετατρέπουν την ανάγκη έκφρασης σε εργαλείο παιδείας, (για την ικανοποίηση των ιδίων, του έργου τους και του κοινού τους), μετατρέπουν τον κάθε δημόσιο και ιδιωτικό χώρο σε αναλόγιο συν-ζήτησης και κοινωνίας.
Η τέχνη δεν αποτελεί πολυτέλεια. Αποτελεί τροφή. Ακριβή για αυτούς που την διακονούν έμπλεοι στα πάθη τους, δωρεάν για το κοινό της. Δίχως εισιτήριο, για το εν δυνάμει κοινό της τέχνης τους, δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Σε αυτή την εποχή της οικονομικής κρίσης, μία έκθεση εικαστικών, μία έκθεση φωτογραφίας, όσο τουλάχιστον συνεχίζει να μην υπάρχει ακόμη εισιτήριο εισόδου, το λιγότερο που προσφέρει είναι το γεγονός πως μετατρέπεται σε αφορμή με την πρόφαση της δωρεάν εξόδου και κοινωνικής συναναστροφής. Αν μία έκθεση τέχνης μπορεί να γίνει και αφορμή πνευματικής τροφής, τότε, εάν το επιθυμεί, μπορεί να επιτελέσει και σημαντικότερο αυτών έργο, όπως την αλλαγή των συσχετισμών της εξουσίας, την κατάργηση του συστήματος εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, γιατί όχι, να μας οδηγήσει και μέχρι τις ανώνυμες υπερεθνικές κοινωνίες. Λόγια μεγάλα ή προθέσεις, που όμως, κάθε φορά που παίρνουν σάρκα και οστά, έστω και μέσω της απλής προσέλευσης, όλων των φίλων και γνωστών ανάμεσα σε ισάριθμούς, γιατί όχι και πολύ περισσότερους αγνώστους, ανεβάζουν το φρόνημα αυτών που συνεχίζουν να αγωνίζονται, εμψυχώνοντας και διαπαιδαγωγώντας ταυτόχρονα και τους λειτουργούς και το εν δυνάμει κοινό των έργων τους.
Οι εκθέσεις των οποίων το έργο, έχει προσεχθεί ιδιαίτερα από πλευράς περιεχομένου, μπορεί να είναι εφόδιο στη γνώση του κόσμου, της ιστορίας του και των δυνάμεων που τον κινούν.
Οι εκθέσεις αυτές πρέπει να βγουν προς την κοινωνία, με συνεργάτες τους έστω και στα χαρτιά φορείς της, όπως τους δήμους, τα πάσης φύσεως φεστιβάλ και τα πανηγύρια, τα εργοστάσια και τα εργατικά στέκια, την έδρα σωματείων.
Τα πεζοδρόμια και οι πλατείες, τα μπαρ, οι βιτρίνες των καταστημάτων, οι προθήκες των κενών, λόγω κρίσης, καταστημάτων, οι είσοδοι πολυκατοικιών, ο οποιοσδήποτε κοινόχρηστος χώρος, μπορούν να γίνουν χώροι υποδοχής εκθέσεων, χώροι ανάπτυξης ερωτημάτων και διαλόγου, από και προς.
Eleni Skarpou Vasilis Karkatselis
Τι είναι η φωτογραφία; Τα μάτια που βλέπουν με την ψυχή; Οι λέξεις που δεν λέμε; Η κοινωνία που δεν αντέχουμε; Ή απλά μια υπόθεση προσωπικής ολοκλήρωσης για τον κάθε δημιουργό- ερασιτέχνη ή επαγγελματία; Για τον Βασίλη Καρκατσέλη που ηγείται του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης μια ερμαφρόδιτη κατάσταση!
Βασίλης Καρκατσέλης: «Θα ήθελα να φωτογραφίσω τον Πάγκαλο καρέ καρέ»!
www.thinkfree.gr
Συνέντευξη στην Ελένη Σκάρπου (elenitsask@yahoo.gr, f/b Eleni Skarpou, eliaskarpou.blogspot.com) Χώρος: Café De Facto ανάμεσα από Amelie soundtracksÂ
THINK&TALK 01/02/2012
Βασίλης Καρκατσέλης: «Θα ήθελα να φωτογραφίσω τον Πάγκαλο καρέ καρέ»!
Συνέντευξη στην Ελένη Σκάρπου (elenitsask@yahoo.gr, f/b Eleni Skarpou, eliaskarpou.blogspot.com)
Χώρος: Café De Facto ανάμεσα από Amelie soundtracks και Radiohead!
Χρόνος: Είναι πολύ πρωί στις 10.30 να «φωτογραφίζεις» την τέχνη μέσα από την ελληνική αθλιότητα;
Στόχος: «Περίπατος» με τον Βασίλη Καρκατσέλη στο «πάρκο» του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης!
Τι είναι η φωτογραφία; Τα μάτια που βλέπουν με την ψυχή; Οι λέξεις που δεν λέμε; Η κοινωνία που δεν αντέχουμε; Ή απλά μια υπόθεση προσωπικής ολοκλήρωσης για τον κάθε δημιουργό- ερασιτέχνη ή επαγγελματία; Για τον Βασίλη Καρκατσέλη που ηγείται του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης μια ερμαφρόδιτη κατάσταση! «Από τη μία πρέπει να υποτάσσεται στη δική μου ιδέα, να είναι ακριβώς αυτό που θέλω εγώ». Όμως η φωτογραφία μόλις την ανοίξεις μπροστά σου, σου αποκαλύπτεται με τον δικό της διαφορετικό τρόπο και αυτή η έκπληξη τον συναρπάζει! «Το απολαμβάνω απεριόριστα όταν βγαίνει το ασυνείδητο ή το υποσυνείδητο»!
Απόψε στις 20.00 κόβουμε το ρεύμα παρέα με το Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης
Τυπική προτροπή: Κάντο όπως οι Αργεντίνοι!
Σαλονικιώτικη προτροπή: Αν έχεις φακό… πάνε!
Πρωτευουσιάνικη προτροπή: Αν δεις φως… μπες!
Πρόκειται για μια πρωτότυπη μορφή διαμαρτυρίας με τίτλο «Το Απαγόν», αυτό που σβήνουμε δηλαδή! Η συνάντηση είναι ανοιχτή και θα λάβει χώρα σήμερα 1 Φλεβάρη στις 20.00, στην γκαλερί XARTI, Παπαμάρκου 25, στην Πλατεία Άθωνος στα σκοτεινά, μιας και τα χαράτσια της ΔΕΗ έχουν περικυκλώσει τα σπίτια μας. Παίρνοντας τον πρώτο φακό που θα βρείτε μπροστά σας, προσκαλώντας τους φίλους σας, κουβαλώντας τη διάθεση για μια κίνηση αντίστασης σε όσα μας επιβάλλουν, θα κατεβάσουμε τους διακόπτες, περιφρουρώντας το δικαίωμα μας στο φως. «Το πρωτοξεκίνησαν οι Αργεντινέζοι όταν πρωτοπεράσαν την κρίση τους πριν από χρόνια, μόλις η ΔΕΗ τους εκεί αποφάσισε μια αύξηση της τάξεως 15-35 %. Αυτοί είπαν έτσι είσαστε τώρα θα σας πω εγώ, δεν θα εισπράξετε δεκάρα. Στο τέλος η ΔΕΗ υποχώρησε». Με αυτή την σημαντική οικειότητα πορευτήκαμε παρέα στο «Απαγόν» και μπήκαμε σε λεπτομέρειες: «Το «Απαγόν» είναι μια έκθεση τοποθέτησης, μια έκθεση διαμαρτυρίας, μια έκθεση ένταξης στην υπόλοιπη κοινωνία. Όλοι προσέρχονται με έναν φακό. Οι καλλιτέχνες θα βρεθούν και θα μιλήσουν πολιτικά μέσα στο σκοτάδι. Είναι μια ανάγκη της ίδιας της τέχνης να αλλάξει τις δομές μέσα από τις οποίες παρουσιάζεται συνήθως». Διαπίστωση; Μάλλον είναι χρήσιμο να μην βλέπουμε τα προφανή, το «περιτύλιγμα», αλλά να επικεντρωνόμαστε στην ουσία.
Η ροή της ζωής μέσα στα κλασικά τοπία
Βγαίνει και φωτογραφίζει συνέχεια. Θέλει καλές φωτογραφίες. Κυνηγάει τις στιγμές τους. Επιμένει το απόγευμα, το βράδυ, όταν περνάει συγκεκριμένος κόσμος από μπροστά. Ξοδεύεται στην τέχνη του με ευκολία. «Εδώ και 2,5 χρόνια κάνω μια καταγραφή της πόλης. Ετοιμάζω μια ταινία από φωτογραφίες από διάφορες περιοχές της πόλης. Αυτό το αντικείμενο είναι αφηρημένο. Μπορεί να είναι από μια λεπτομέρεια που την βλέπουμε σήμερα, από μια πινακίδα ενός εμπορικού μαγαζιού που δεν θα υπάρχει αύριο, από ένα εσωτερικό δωμάτιο ενός φοιτητή, από ένα μπαράκι που φαίνεται κόσμος και που του χρόνου δεν θα υπάρχει. Θέλω και Συκιές, θέλω και Εύοσμο, θέλω κι άλλα πράγματα… από την απόλυτη λεπτομέρεια που δεν παραπέμπει σε Θεσσαλονίκη μέχρι το πολύ ιδιωτικό και μέχρι το πολύ δημόσιο, όλα να είναι first class. Θα ήθελα να φτιάξω μια ταινία 2 ωρών με 2,5 εκατομμύρια φωτογραφίες αυτής της πόλης, η οποία να μοιάζει κάπως σαν εκείνες τις παλιές φωτογραφίες που δείχνουν τη Θεσσαλονίκη πριν από 100 χρόνια». Ξεκίνησε να μαζεύει το υλικό του με αφορμή το «πάρτι» υποψηφιότητας της Θεσσαλονίκης ως «Πρωτεύουσα Νεολαίας 2014» και δεν φοβάται να παραδεχτεί πως μπορεί να μην τελειώσει ποτέ αυτή η διαρκής αναζήτηση!
«Απαθανατίζοντας» την κρίση…
Η φωτογραφία του για την κρίση μοιάζει εξανθρωπισμένη, παρά τις απάνθρωπες εκδοχές της. «Οπωσδήποτε θα ήταν άνθρωπος. Θα ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος κάνει τον εξεγερμένο και τον στεναχωρημένο, τον απογοητευμένο και βρίζει και πονάει και την ίδια στιγμή, το ίδιο του πλευρό θα κάνει ακριβώς αυτό το οποίο έβριζε. Θα ξαναψηφίσει για παράδειγμα το ίδιο κόμμα που τον οδήγησε να χάσει τη δουλειά του, θα πετάξει πάλι τη σακούλα από το παράθυρο του στο πεζοδρόμιο και μετά από λίγο θα βρίζει το δήμαρχο ή τον οδοκαθαριστή ή τον υπάλληλο που δεν μαζεύει τα σκουπίδια» μου λέει και είναι σαν να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ναι… το κάνω κι εγώ, όπως όλοι μας!
Ο Παπα-τάδε… και οι πολιτικοί!!!
Από τα κολλήματα του Έλληνα, το πήγαμε στους δημοσιογράφους που το παίζουν σε πολλά ταμπλό κι από το μνημόνιο, περάσαμε στον «υπηρεσιακό» Παπαδήμο και την κάλπη… ευέλικτα θα έλεγα, μαζί με καφέ και μπισκότα διαίτης. «Έχω μια συγκεκριμένη τοποθέτηση απέναντι στην ψηφοφορία, η οποία πηγάζει από δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Η μια είναι ανθρωπολογική τοποθέτηση και η άλλη είναι μια μορφή αντίστασης στο σύστημα του δικομματισμού. Αγωνίζομαι για οτιδήποτε είναι υπέρ της φυσιολογικής διαδοχής δύο κομμάτων. Σε οποιοδήποτε άλλο κόμμα θέλει να ανδρωθεί, θέλει να δουλέψει με τον πολιτισμό είμαι υπέρ. Θα ήθελα να βγούνε 22 κόμματα και να υποχρεωθούν με το ζόρι να συνεργαστούν. Εμείς γιατί δηλαδή στον φωτογραφικό χώρο συνεργαζόμαστε, ενώ είμαστε τόσο διαφορετικοί»; Ήταν σαφής, γι’ αυτό δεν έκοψα τη δήλωση του για να μη χαθεί ούτε σταλιά από το βαθύ, άρτιο νόημα της. Η συνέχεια της κουβέντας ήταν ακόμη πιο δελεαστική κι ας μην είχε ανοίξει ακόμη καλά το μάτι μου: «Αν πολιτικός είναι η λοβιτούρα, τότε να πάψει να είναι, και κάποιοι να πάνε σπίτια τους»! Σε ποιους αναφερόταν; Σε όλους αυτούς που ενώ πέρασαν και στάθηκαν σε κυβερνήσεις κατηγορούν τον διπλανό τους, στο διπλανό έδρανο, για τα κατορθώματα τους, αποποιούμενοι των ευθυνών τους.
Παντού… δεν χωράει ένας Πάγκαλος!
Τον προκάλεσα με εκείνον τον «απαλό» μου τρόπο, χρησιμοποιώντας παραπάνω χαμόγελο και μετά παραπανίσια αδιακρισία: «Μπαίνεις στην Βουλή… ποιον θέλεις να φωτογραφίσεις και σε ποια ανορθόδοξη πόζα»; Γέλασε ευτυχώς και απάντησε επιτυχώς: «Έχω χαρεί τη δουλειά πολλών φωτογράφων σε εφημερίδες με χιουμοριστικές φωτογραφίες, που λες πως το πιάσανε. Είδα τις προάλλες τον Πάγκαλο. Η κοιλιά του φαίνεται, σαν μόλις να είχε φάει. Πήγαινε να κρύψει κάτι, τα κουμπιά, το πουκάμισο, το σακάκι. Κάποια στιγμή σαν να ίδρωσε και έκανε μια κίνηση στην κοιλιά του. Μια τέτοια φωτογραφία θα ήθελα να είναι δικιά μου. Να είχε το υπερβολικό, να προσπαθούσε να φτιάξει το πουκάμισο, να το βάλει μέσα στο παντελόνι. Να είχε αυτό το πάχος, να είχε αυτή την υπεροψία και όλη αυτή την αίσθηση της γλίτσας. Κι ενώ είναι σε έναν δημόσιο χώρο, να είναι σαν σε έναν ιδιωτικό που κάνει ότι θέλει».
Επίλογος με υπουργική αίγλη…
Μιας και το Φωτογραφικό έργο αποτελεί θεσμό και όργανο προβολής της Ελλάδας διεθνώς του δώσαμε ευχαρίστως με τον Βασίλη Καρκατσέλη πόστο σε τρία ξεχωριστά Υπουργεία:
Υπουργείο Εκπαίδευσης, για τα καλλιτεχνικά του μονοπάτια και τους 2.500 μαθητευομένους από διάφορους χώρους, ανεξαρτήτου ηλικίας και βαθμού δεξιότητας στην φωτογραφία.
Υπουργείο Βορείου Ελλάδος, λόγω συνεργασίας με τόσες φωτογραφικές λέσχες και χάρη στις τόσες παρεμβάσεις και εκθέσεις που φέρνουν την Βόρεια Ελλάδα σε πρώτο πλάνο, μιας και δεν έχουμε πια ΥΜΑΘ ή ΓΓΜΘ.
Υπουργείο Εξωτερικών, αφού στέλνει την Ελλάδα σε διεθνείς διοργανώσεις με δόξα και τιμή.
Εκθέσεις στα σκαριά;
Στους επόμενους δύο μήνες το Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης ετοιμάζει 3 με 4 μεγάλες εκθέσεις στο πλαίσιο της φωτογραφικής Biennale.
Μότο καλλιτεχνών μιας νέας εποχής…
By Βασίλης Κρκατσέλης
«Η δημιουργία ενός έργου που να τοποθετείται ή να σκαλίζει την πληγή με την έννοια της ευαισθητοποίησης, με την έννοια της συνεργασίας, με άλλους συμπολίτες, με άλλες κοινωνικές ομάδες»