27/01/2020. Η Μένη Σεϊρίδου παρουσιάζει το φωτογράφο Λουίτζι Γκίρη (Luigi Ghiri) και συζητάμε για αυτόν

Το Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης συνεχίζει τις προσπάθειές του για κυκλοφορία ιδεών και  γενικών φωτογραφικών πληροφοριών, ως μία άλλου τύπου προσπάθεια αλληλοενημέρωσης των μελών, εκπαίδευσης  και διεύρυνσης των ενδιαφερόντων τους. Σε αυτό το πλαίσιο δεν συζητάμε απ ευθείας με το δημιουργό (όπως συμβαίνει στις «συναντήσεις με σύγχρονους δημιουργούς»)  αλλά έμμεσα (μέσω του έργου του) και εν τη απουσία του.

Ο εντοπισμός, η ανάλυση και η αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων της κάθε φωτογραφικής γραφής, καθώς και η κατανόηση του πως, πότε, σε ποιο πλαίσιο και γιατί έγινε, μόνο θετικά μπορεί να επιδράσει στη δημιουργία (για τους φωτογράφους) και ανάγνωσης (για τους θεατές)  εικόνων.

Στον κύκλο αυτόν τα μέλη μας (ή και φίλοι τους) μας παρουσιάζουν φωτογράφους που αγάπησαν ή το έργο των οποίων θέλουν να συζητήσουμε σήμερα, άμεσα ή από απόσταση. Σε αυτή την ενότητα ανήκουν και οι θεωρητικές παρουσιάσεις μικρών ομάδων, τα ερωτηματικά για «σχολές» φωτογραφίας, τα φωτογραφικά κινήματα ή οι διάφοροι «πειραματισμοί» κτλ.

Η λίστα είναι άπειρη και ανοικτή. Αρκεί ο καθένας μας να θελήσει να προσπαθήσει.

 

Tη Δευτέρα 27 Ιανουαρίου, στις 20.00 ... όπως πάντα στο CAFE BAZAAR, Παπαμάρκου 34, Πλατεία Άθωνος, η Μένη Σεϊρίδου, μας μίλησε (με παράλληλη προβολή διαφανειών) για τον Λουίτζι Γκίρη (Luigi Ghiri).

 

Παραθέτουμε ένα μικρό κομμάτι από την εισήγησή της.

 

 Luigi Ghirri 50+1 εικόνες του

Ο σημαντικότερος Ιταλός φωτογράφος του 20ού αιώνα γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου του 1943 στο Scandiano στη Βόρεια Ιταλία. (εικόνα 1).  Θεωρείται ο ευρωπαίος πρόδρομος εκείνου που οι αμερικάνοι αργότερα ονόμασαν New color και New topography.

Οι πρωτοποριακές έγχρωμες φωτογραφίες τοπίου και αρχιτεκτονικής που δημιούργησε, εντάσσονται  στο περιβάλλον της εννοιολογικής τέχνης.

Διακρίθηκε  για τη στενής σχέση  της φωτογραφίας του,  με την καθημερινότητα, τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική.
Η περιέργεια του Ghirri σε συνδυασμό με την ψευδαίσθηση έδωσε συχνά στις εικόνες του μια ατμόσφαιρα σαν όνειρο.

Ο ίδιος δήλωνε ότι είχε επηρεαστεί από τους Lee Friedlander, Walker Evans, William Eggleston, καθώς και από τον Atget.
 

 Η πρώτη επαφή του Ghirri με τη φωτογραφία γίνεται μέσα από τα οικογενειακά άλμπουμ των καλοκαιριών διακοπών.

 Μεγάλη  γοητεία ασκούν πάνω στον μικρό Luigi και οι φωτογραφίες που βλέπει ξεφυλλίζοντας γεωγραφικούς Άτλαντες, στις σελίδες των οποίων, συναντά κανείς τόσο φυσικά αξιοθέατα της Γης, όσο και  επιτεύγματα του πολιτισμού και της τεχνολογίας

 Όταν γίνεται δεκαπέντε χρονών και του χαρίζουν μια φτηνή φωτογραφική μηχανή προσπαθεί να μιμηθεί αυτές τις φωτογραφίες των τοπίων που τόσο τον είχαν γοητεύσει.. Ο κινηματογράφος παίζει επίσης σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη του ενδιαφέροντός του για τη φωτογραφία. 

«Δεν μπορώ να πω αν βρίσκομαι περισσότερο κοντά στον παλιό κόσμο ή τον καινούριο, γιατί από την πρώτη στιγμή είδα τη φωτογραφία σαν μία περιπέτεια της ματιάς και της σκέψης, ένα μεγάλο, μαγικό παιχνίδι, το οποίο μπορεί να διαστρεβλώσει το μικρό και το μεγάλο, την παραίσθηση και την πραγματικότητα, τον χώρο και τον χρόνο, και την ενήλικη εμπειρία μας με τον μαγευτικό κόσμο της παιδικότητας.»

Σπούδασε τοπογράφος στη Modena και απέκτησε το πτυχίο του το 1962. Άρχισε να εργάζεται, παντρεύτηκε  και ταξίδεψε αρκετά, τόσο στην Ιταλία, όσο και σε κοντινούς ευρωπαϊκούς προορισμούς.

Το 1970 η γέννηση της κόρης του, τον έκανε να πιάσει ξανά τη μηχανή στα χέρια του. Άρχισε και πάλι να φωτογραφίζει, με την ίδια επιθυμία που έχει κάθε ερασιτέχνης – να συλλέξει αναμνήσεις και να τις κρατήσει για πάντα, άλλωστε ήταν μανιώδης συλλέκτης καρτ-ποστάλ. Οι παιδικές του ανησυχίες ξύπνησαν πάλι και έτσι έβαλε την φωτογραφία στην καθημερινότητα του.

Οι πρώιμες δουλειές του Ghirri εμπίπτουν στη κατηγορία που σήμερα πλέον σαφέστατα οριοθετείται ως “εννοιολογική Τέχνη”

Στη σειρά “Infinito” (1974) φωτογράφισε τον ουρανό κάθε μέρα για ένα ολόκληρο χρόνο, προσπαθώντας  να αποτυπώσει και τη διάσταση του χρόνου μέσα στη φωτογραφία. Όμως η σειρά των 365 φωτογραφιών, αρχικά αναφερόμενη απλά ως Cielo, είναι ελλιπής  και δεν μπορεί να αποδώσει  το μεγαλείο και τη συνέχεια του ουρανού.

Παρόλα αυτά, την ιδια εποχή αποφασίζει να αφήσει το επάγγελμα του τοπογράφου και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη φωτογραφία. Καθώς λοιπόν παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τα τοπογραφία,  στρέφεται στις σελίδες του Άτλαντα των εκδόσεων Petit Larousse  και φωτογραφίζει λεπτομέρειες από τις σελίδες του.

“Σε αυτή τη δουλειά”, έγραψε ο Ghirri αργότερα, “προσπάθησα να πραγματοποιήσω ένα ταξίδι σε έναν τόπο ο οποίος καταργεί το ίδιο το ταξίδι - επειδή, στο εσωτερικό του άτλαντα, έχουν ήδη περιγραφεί όλα τα πιθανά ταξίδια, όλα τα δρομολόγια έχουν ήδη καθοριστεί.

Επηρεασμένος από το πρώτο του επάγγελμα  θα χρησιμοποιήσει μεταφορές, όπως «ασαφή χαρτογραφία» και «συναισθηματική γεωγραφία» για να περιγράψει την τέχνη του.

 Ο Ghirri  περπατούσε πολύ και  επισκεπτόταν συνεχώς νέα μέρη. Μελετώντας προσεχτικά τους ανοιχτούς χώρους, δεν ήταν παράξενο που σταδιακά, από τα τέλη της δεκαετίας του 70’, στράφηκε στην φωτογράφηση τοπίων.  Μέσα από τις φωτογραφίες του προβάλλει το τοπίο της σύγχρονης Ιταλίας, φυσικό και αστικό. Ο Ghirri το περιγράφει με ηρεμία, με κομψότητα και  με χρώματα απαλά, κύριο χαρακτηριστικό της δουλειάς του. Το χρώμα στις φωτογραφίες του, αν και τόσο διακριτικό, δεν θα μπορούσε ποτέ να αφαιρεθεί γιατί χωρίς αυτό θα αποδυνάμωνε τη σύνθεση της εικόνας.

Καταπιάνεται με τις λεπτές αποχρώσεις της ατμόσφαιρας ή με την αντίθεση που προσφέρει το δυνατό χρώμα σε μια συνηθισμένη σκηνή, που αποκαλύπτει την πρωτοτυπία της και οδηγεί τον θεατή προς το μυστήριο.  Οι συνθέσεις του είναι απλές. Φωτογραφίζει μετωπικά τοποθετώντας το θέμα του στο κέντρο του κάδρου με ελάχιστες περιφερειακές πληροφορίες. Δεν ψάχνει ιδιαίτερους χώρους.

Τα τοπία του έχουν ελάχιστα κοινά με τα ρομαντικές εικόνες της Ιταλίας της εποχής. Αντί για ονειρικές  παραλίες ή  μαγευτικά βουνά  ο Ghirri κατέγραψε ένα σαφέστατα μελαγχολικό τοπίο. Ο ορίζοντας, σχεδόν πάντα, αναμιγνύει τη γη και τον ουρανό και οι δρόμοι φαίνονται να κατευθύνονται προς το ίδιο σημείο, ίσως  στο πουθενά. Ένα επαναλαμβανόμενο θέμα του είναι οι μεγάλες αγροτικές αυλόπορτες που χάσκουν ορθάνοικτες και οριοθετούν ένα κτήμα που εμφανίζεται ελάχιστα στο βάθος ή δεν φαίνεται καθολού.

Αυτό το δίπτυχο της παρουσίας-απουσίας αποκλείει κάθε ιδέα πληρότητας ή τελειότητας, και μας αποκαλύπτει την ίδια τη πραγματικότητα. Η φωτογραφία δεν είναι παρά μόνο ένα απειροελάχιστο κλάσμα της.

Είναι βέβαιος πως “…όπου κι αν βρεθείς, αν παρατηρήσεις προσεχτικά γύρω σου, θα βρεις κάτι ενδιαφέρον να ξεπροβάλλει μέσα από το θορυβώδες πλήθος ή το κενό μπροστά σου. Πρέπει όμως να αφοσιωθείς σ΄ αυτό, να δώσεις όλη σου την προσοχή. Επειδή ακριβώς είναι ταπεινό, καθημερινό και ασήμαντο περιμένει κάποιον να του προσδώσει μια ταυτότητα. Τότε και μόνο τότε θα μεταμορφωθεί σε κάτι σπουδαίο και αιώνιο…” 

Το μεγαλύτερο μέρος της φωτογραφικής δουλειάς του έγινε στην ευρύτερη περιοχή της γενέτειράς του, στην κοιλάδα του Πo“Λατρεύω τις μικρές αποδράσεις της Κυριακής”, έγραψε, “όχι μακρύτερα από τρία χιλιόμετρα από το σπίτι μου”. Αυτό είναι τα περίφημο «viaggio minimo» του Ghirri.

Το 1974 άνοιξε ένα στούντιο γραφικών τεχνών στη Modena. Λίγο αργότερα, οι φωτογραφίες του άρχισαν να προσελκύουν τη διεθνή προσοχή.. Το 1977 ο Ghirri, μαζί με τη σύζυγό του Paola Borgonzoni και τον φωτογράφο Giovanni Chiaramonte, ίδρυσε έναν εκδοτικό οίκο, τον Punto e Virgola, με σκοπό την υποστήριξη και την ανάπτυξη της ιταλικής φωτογραφικής κουλτούρας.

Το 1979 εξέδωσε το πρώτο βιβλίο με δικές του έγχρωμες φωτογραφίες, το οποίο ονόμασε “Kodachrome”, προς τιμή του καλύτερου φιλμ διαφανειών εκείνης της εποχής. Ο Francesco Zanot στην εισαγωγή της επανέκδοσης του βιβλίου, το 2013, αναφέρει: “Ο Ghirri προσπαθεί σκληρά προκειμένου ο θεατής να διατηρήσει την ικανότητά του να βλέπει. Οι φωτογραφίες του είναι ισχυρές προτροπές για την εκ νέου εκπαίδευση του βλέμματος. Αλλάζουν την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο χωρίς να προτείνουν μια ενιαία πορεία προς μια κατεύθυνση, αλλά μας δίνουν τα εργαλεία που χρειαζόμαστε για να βρούμε αυτό που ψάχνουμε”.(23,24,25,26)

Στις 104 σελίδες του βιβλίου δεν περιλαμβάνονται φωτογραφίες από τις εννοιολογικές σειρές “Infinito” και “Atlante”, αλλά αντιθέτως κυριαρχούν τα τοπία και οι λήψεις εσωτερικών χώρων, όπως επίσης και φωτογραφίες από την σουρεαλιστική σειρά “In Scala” (Σε κλίμακα, 1977-78), που τραβήχτηκε στο Rimini. 

Αν και η πόλη μπορεί να υπερηφανεύεται για την δημοφιλή παραλία της, ο Ghirri στρέφει τη μηχανή του σε έναν άλλο πόλο έλξης των τουριστών και συγκεκριμένα στο θεματικό πάρκο Italia in Miniatura, το οποίο περιλαμβάνει μοντέλα ιταλικών κι όχι μόνο, αξιοθέατων σε κλίμακα 1:25 και 1:50.

Αυτό το παιχνίδι  ανάμεσα στο  πραγματικό  και το  επινοημένο ο Ghirri το χρησιμοποιεί συχνά, όπως με δυο καρέκλες που βρίσκονται μπροστά από ένα ζωγραφισμένο πανό, και είναι φωτογραφημένες με τέτοιο τρόπο που δυσκολεύεσαι να καταλάβεις που τελειώνει ο πραγματικός κόσμος και που αρχίζει ο σκηνογραφημένος

Ή σε μια άλλη φωτογραφία του,ένα ηλικιωμένο ζευγάρι περπατά πιασμένο χέρι-χέρι διασχίζοντας ένα αλπικό λιβάδι στη διάρκεια μιας ηλιόλουστης μέρας. Όμως κάτι σε αποπροσανατολίζει: τα άτονα χρώματα του γαλάζιου ουρανού και η απόσταση των γκρίζων βουνών στο βάθος κάνει το ζευγάρι να μοιάζει πως περπατά προς ένα ζωγραφισμένο σκηνικό.

Όπως ο ίδιος έγραψε, το 1979 με αφορμή την έκδοση του Kodakchrome“Δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ για αυτό που κοινώς ονομάζεται προσωπικό στυλ. Το στυλ είναι μια κωδικοποιημένη ανάγνωση, κι εγώ πιστεύω ότι η φωτογραφία είναι μια γλώσσα χωρίς κώδικα, η οποία συντελεί στη διεύρυνση και επέκταση της επικοινωνίας, αντίθετα με το στυλ που μάλλον την περιορίζει.

Η φωτογραφία για τον Ghirri ήταν μια μορφή ποίησης και ένα μέσο επικοινωνίας.  “Η φωτογραφία δεν είναι καθαρή αντιγραφή αλλά, μία γλώσσα στην οποία η διαφορά ανάμεσα στην αναπαραγωγή και την καινοτομία δίνει ουσία σε έναν απεριόριστο αριθμό εικονικών λέξεων (29,30,31)

Η τεχνική του ήταν απλή. Συνήθιζε να φωτογραφίζει με κανονικό φακό και σπανιότερα με ευρυγώνιο ή μικρό τηλεφακό.  Δεν χρησιμοποιούσε ποτέ ειδικούς ή ακραίων εστιακών αποστάσεων φακούς, ούτε φίλτρα, επειδή ήθελε ο θεατής να επικεντρώνεται στο περιεχόμενο των φωτογραφιών του και όχι στη φόρμα τους Για τον ίδιο λόγο απέφευγε τις πολύπλοκες εκτυπώσεις.

Στη δεκαετία του 1980, πέρασε στο μεσαίο φόρμα. Αυτό του επέτρεψε να παρατηρεί τα πράγματα με μεγαλύτερη προσοχή και να δίνει σημασία στις λεπτομέρειες. Τα χρώματα έγιναν πιο γλυκά και πιο πλούσια. Απομάκρυνε το σημείο παρατήρησης εστιάζοντας στη γραμμή του ορίζοντα. Φωτογράφιζε τοπία και έρημες ακρογιαλιές, παιδικές χαρές, παραθεριστικούς τόπους εκτός τουριστικής εποχής, απαλλαγμένους συνήθως από το ανθρώπινο στοιχείο. 

Δεν ήταν τυχαίο που ο Ghirri δεν έκανε ποτέ πορτρέτο ή που οι άνθρωποι εμφανίζονταν πολύ σπάνια στις φωτογραφίες του – κι πάλι φωτογραφημένοι από πίσω και από απόσταση, ώστε να μετασχηματιστούν σε φιγούρες - χωρίς ποτέ να γίνονται το κύριο θέμα του.

Οι ανθρώπινες μορφές στις φωτογραφίες του συχνά αποδεικνύονται ψεύτικές, όπως ο άνδρας με το εσώρουχο πίσω από τη βιτρίνα ενός καταστήματος στο ή  η χαμογελαστή χάρτινη κοπέλα που διαφημίζει τη Canon. . Μα και όταν  οι άνθρωποι στις φωτογραφίες του είναι πραγματικοί μπερδεύονται τόσο με το φόντο που νομίζεις ότι αποτελούν μέρος του σκηνικού. Ο ίδιος ο Ghirri σπάνια εμφανίζεται σε οποιαδήποτε εικόνα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 στρέφεται   όλο και περισσότερο προς το εσωτερικό των κτιρίων. Σπίτια, εκκλησίες, θέατρα, κινηματογράφοι, καταστήματα, μοιάζουν με μουσεία γεμάτα πολύτιμα αντικείμενα. Αντικείμενα που, ενώ είναι απλά σκεύη καθημερινής χρήσης, μέσα από την ματιά του αποκτούν μια άλλη βαρύτητα και αξία.

Σε αυτές τις φωτογραφίες των εσωτερικών χώρων φαίνεται η αναφορά του Ghirri στο έργο του Walker Evans, του φωτογράφου που θαύμαζε περισσότερο. Δεν κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει την επιρροή του, αναγνώριζε τον Evans σαν δάσκαλο του, αλλά δεν αρκείται στο να τον μιμηθεί. Προσθέτει την δική του προσωπικότητα και δημιουργεί το δικό του κόσμο από τον οποίο οι άνθρωποι σχεδόν πάντα απουσιάζουν, ενώ ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι η σιωπή.

Το 1982 προσκλήθηκε στην FOTOKINA της Κολωνίας, όπου παρουσίασε τη σειρά του “Τοπογραφία-Εικονογραφία” και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους είκοσι σημαντικότερους φωτογράφους του 20ου αιώνα. .

Το 1984 ο Ghirri επιμελήθηκε την ομαδική έκθεση “Viaggio in Italia”, η οποία αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της σύγχρονης ιταλικής φωτογραφίας, Η έκθεση αυτή απετέλεσε ένα είδος αποχαιρετισμού στο μεταπολεμικό φωτογραφικό ιταλικό τοπίο, και το απελευθέρωσε από την βαθιά ριζωμένη επιρροή της ζωγραφικής που κουβαλούσε.

Εμπνεόμενος από το Highway 61 του Bob Dylan και ενθουσιασμένος από την επιτυχία του Viaggio in Italia, πρότεινε στο στο Δήμο της Reggio Emilia ένα αντίστοιχο project για τον αρχαίο ρωμαϊκό δρόμο Via Emilia. Καρπός αυτού του εγχειρήματος το βιβλίο “Esplorazioni sulla Via Emilia” που εκδόθηκε το 1986.

Έχοντας όλη αυτή την Ιταλική και γενικότερα Ευρωπαϊκή παράδοση στη ζωγραφική και εξοικειωμένος με το χρώμα, ήταν επόμενο να χρησιμοποιήσει έγχρωμο φιλμ για να δημιουργήσει τις εικόνες του, σε αντίθεση με τον Evans, ο οποίος ήταν επηρεασμένος από τον ασπρόμαυρο κινηματογράφο της εποχής του. Ευφυέστατα όμως ο Ghirri δεν περιορίστηκε στις αντιθέσεις των χρωμάτων ή στην εξωτερική ομορφιά που δημιουργείται με το έντονο χρώμα, αλλά το χρησιμοποίησε ως ένα ακόμη εκφραστικό στοιχείο.

Η ομορφιά ήταν κάτι που δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Αναζητούσε κάτι άλλο. Οικοδομούσε κομμάτι-κομμάτι έναν δικό του κόσμο γνωρίζοντας πολύ καλά όμως ότι τα κομμάτια αυτά μπορούν να τοποθετηθούν και διαφορετικά, έτσι ώστε να φτιάξουν μιαν άλλη πραγματικότητα.

Πέθανε πριν συμπληρώσει τα 49 του χρόνια, τον Φεβρουάριο του 1992. Τα τελευταία τραβηγμένα αρνητικά που βρέθηκαν στη μηχανή του και εκτυπώθηκαν μετά τον θάνατο του, δείχνουν το Castelo Roncolo να αχνοφαίνεται μέσα στην ομίχλη και ένα αρδευτικό κανάλι που κατευθύνεται σε έναν μακρινό ομιχλώδη ορίζοντα, υπαινισσόμενος την έξοδό του.

Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η επιλογή φωτογραφιών του Ghirri με τίτλο “Vista Con Camera” και μια συλλογή εξήντα οκτώ κειμένων του με τίτλο “Τα Πλήρη Δοκίμια 1973-1991” από τα οποία προκύπτει η ικανότητα του Ghirri και στον γραπτό λόγο.

Αν και είχε προλάβει να γίνει πολύ γνωστός, τουλάχιστον εντός των Ιταλικών συνόρων, η μεγάλη διεθνής καταξίωση του έγινε μετά το 2008, χρονιά κατά την οποία ο εκδοτικός οίκος Aperture παρουσίασε το πρώτο βιβλίο με φωτογραφίες του Ghirri και κείμενα στα αγγλικά, το “It’s Beautiful Here, Isn’t It…” με εισαγωγικό σημείωμα από τον William Eggleston και παράλληλα οργάνωσε μια μεγάλη έκθεση με τις φωτογραφίες του στη Νέα Υόρκη.

“Έχω την εντύπωση ότι πίσω από αυτό που βλέπω υπάρχει ένα άλλο τοπίο, αυτό που είναι το πραγματικό τοπίο, αλλά δεν μπορώ να πω τι είναι, ούτε μπορώ να το φανταστώ”

 

Πηγές:

  • Ifocus.gr Αφιέρωμα στον Luigi Ghirri Κείμενο: Χρήστος Κοψαχείλης
  • Photologio Luigi Ghirri – Η διαφορετικότητα στο τοπίο: Κείμενο Θεόδωρος Στίγκας