5/11 - 9/12, Eκθεση του Mιχάλη Mπολιάκη με τίτλο: "Στην Kούβα".

Κριτική
Ιστορικά, από τον περασμένο αιώνα που η φωτογραφία άρχισε να παρουσιάζει σταθερές και μόνιμες εικόνες, μας επιτρέπει να διαβαίνουμε το χρόνο αφήνοντάς μας αξέχαστες και μοναδικές μνήμες. Οι φωτογραφίες που ο Μιχάλης Μπολιάκης τράβηξε κατά τη διάρκεια των συχνών ταξιδιών του στην Κούβα τη δεκαετία του 90 είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Οι εικόνες του είναι διαποτισμένες από αγάπη, ευαισθησία και συμπάθεια για ένα χαρούμενο, απλό λαό.

Η Κούβα αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα πιο αγαπημένα και δελεαστικά φωτογραφικά θέματα, όχι μόνο εξαιτίας της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής εικόνας της αλλά κυρίως για το πολυτάραχο ιστορικό παρελθόν της και τις εξωτικές αναφορές της. Στο παρελθόν έχει εμπνεύσει πολλούς φωτογράφους να αναζητήσουν τις ιδιαιτερότητές της και να περιγράψουν τη φυσιογνωμία της.

Από τους φωτογράφους αυτούς ξεχωρίζουμε τον Walker Evans, ο οποίος φωτογράφισε την Αβάνα το 1933, τον ελβετό φωτογράφο του Magnum Rene Burri, ο οποίος σε διάστημα 30 χρόνων (1963-1993) την επισκέφθηκε πολλές φορές και φωτογράφισε την πολιτική και κοινωνική ζωή της, καθώς και την πρόσφατη δουλειά του Hans Engels βασισμένη στην αρχιτεκτονική της Αβάνας.

Ο δικός μας Μιχάλης Μπολιάκης ήδη από το 1992 ταξιδεύει και φωτογραφίζει την Κούβα αποσκοπώντας στην καταγραφή της σύγχρονης ζωής της. Το αποτέλεσμα αυτών των ταξιδιών παρουσιάζεται στο λεύκωμα του με τίτλο Στην Κούβα που κυκλοφόρησε πρόσφατα.

Γεννημένος στην Αλεξανδρούπολη ξεκινάει τη φωτογραφική του δραστηριότητα το 1975 και το 1977 κυκλοφορεί το βιβλίο του Της Αλεξανδρουπόλεως με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την καθημερινή ζωή της πόλης. Αυτή τη φορά με ένα νέο, πολύ πιο φιλόδοξο εγχείρημα δοκιμάζει τον εαυτό του σε μια χώρα όπου οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές από τη γενέθλια πόλη του, αναζητώντας συγχρόνως σε αυτή τη μετακίνηση μέσα από την αλλαγή του χώρου μια λυτρωτική φυγή.

Η Κούβα του Μπολιάκη δεν είναι η Κούβα της επανάστασης. Ο Φιντέλ δεν καπνίζει πια cohibas, όπως λέει ο δημοσιογράφος Marco Meier, φιλοξενεί στην Αβάνα Benetton και δίνει ελεύθερη είσοδο στο δολάριο. Οι συνθήκες διαβίωσης, συνεχίζει ο δημοσιογράφος, είναι ακόμη δύσκολες και ο τουρίστας οδεύοντας από το αεροδρόμιο Jose Marti στην Αβάνα διανύει έναν αυτοκινητόδρομο με σύγχρονες προδιαγραφές αλλά με ελάχιστο φωτισμό. Τα λίγα σκόρπια φώτα επισημαίνουν ακόμη και σήμερα το γεγονός ότι αυτό που υπερισχύει είναι μια σκοτεινή νύχτα.

Ο Μιχάλης Μπολιάκης φτιάχνει την τοιχογραφία της σημερινής Κούβας με σκηνές από τη ζωή στους δρόμους ή τις καθημερινές δραστηριότητες. Καταγράφει στιγμιότυπα από πολιτικές συγκεντρώσεις, χώρους εργασίας, θρησκευτικές τελετές, τρόπους διασκέδασης.

Εστιάζει σε στητά στήθη και σφιχτοδεμένα κορμιά που λικνίζονται στις απέραντες αμμουδερές παραλίες με τα φοινικόδενδρα, σε 39 βαθμούς υπό σκιάν. Πού και πού συναντά ζευγάρια ερωτευμένων να περιπλανώνται στους δρόμους, να ονειρεύονται ή να ξεχνιούνται, παρασυρμένοι νωχελικά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

Ο θεατής ανακαλύπτει μέσα από τις 120 ασπρόμαυρες σκηνές μια Κούβα που κινείται σε ένα τεράστιο στούντιο στο οποίο παρελαύνουν πράγματα και πρόσωπα βγαλμένα από ταινίες εποχής. Πρόσωπα που άλλοτε κοιτάζουν σιωπηλά και άλλοτε προβάλλουν μέσα από μια ατμόσφαιρα ανέχειας. Ο αναγνώστης ακούει τη ζωντανή ανάσα τους, ακολουθεί το κάλεσμά τους.

Στις φωτογραφίες του Μιχάλη Μπολιάκη το στοιχείο εκείνο που προκύπτει εντονότερα είναι η μουσική. Μέλη συγκροτημάτων, από τα χιλιάδες που υπάρχουν στην Κούβα, φτιάχνουν την πιο σπουδαία μπάντα στην ιστορία. Η ματιά στέκει στον ηλικιωμένο μουσικό με το πούρο, που αποπνέει ζωντάνια και μοναδική ενεργητικότητα.

Οι φωτογραφίες του έχουν τα στοιχεία της πολυπρόσωπης σύνθεσης και του ανοιχτού βάθους πεδίου, τα οποία χαρακτηρίζουν κυρίως τη φωτογραφία ντοκουμέντου, και είναι φανερή η προσπάθεια που έκανε ο φωτογράφος να ελέγξει τα πράγματα, να τοποθετήσει τα δικά του όρια, να υπερβεί τις εντάσεις και τις δράσεις του τόπου. Η Κούβα όμως αποδείχθηκε πιο ισχυρή και τελικά του επιβλήθηκε. Τα πολυάνθρωπα κάδρα του, οι σκηνές από τις γιορτές, γεμάτες έντονο φολκλόρ, αφήνονται να ακολουθήσουν τα δρώμενα. Ο φωτογράφος παρών στα γεγονότα συμμετέχει, τα παρακολουθεί, τα περιγράφει, αλλά αδυνατεί να ενεργοποιήσει φωτογραφικά τα πρόσωπα και τα αντικείμενα που τον περιβάλλουν.

Οι πραγματικά ενδιαφέρουσες φωτογραφίες του και αυτές που δείχνουν τη φωτογραφική αίσθηση του Μιχάλη Μπολιάκη είναι οι απλές, οι συγκεκριμένες και απέριττες εικόνες του, αυτές όπου επικρατούν η βαθιά ρομαντική ατμόσφαιρα και ένας υπόγειος αισθησιασμός.

ΝΙΝΑ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 29-04-2001