Ζούσαμε και ζούμε μία κατάσταση πρωτοφανή. Ο Covid 19 έχει εξαπλωθεί σε κάθε γωνιά του πλανήτη και επηρεάζει τον τρόπο που ζούμε, αλληλεπιδρούμε και σκεφτόμαστε.
Η επέλαση του ιού άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει την καθημερινότητά μας, ξαναγράφει την ιστορία και πιθανότατα δημιουργεί τις ασφυκτικά «ιδανικές» συνθήκες για έναν δημιουργό, γενικά, ή στην περίπτωση μας για έναν φωτογράφο, να εκφράσει τους φόβους, τις ανησυχίες, ακόμη ίσως και τις ελπίδες που γεννά μέσα του αυτή η νέα εποχή.
Το Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης κάλεσε τα μέλη του, να μοιραστούν τις δημιουργίες τους κατά την πρώτη φάση εγκλεισμού (καραντίνας) εξ αιτίας του covid-19 και να συζητήσουν μαζί μας τυχόν απορίες και προβληματισμούς που γεννήθηκαν ή γεννιούνται από αυτά.
Η Βασίλης Καρκατσέλης παρουσίασε τρεις ενότητες από το έργο που δημιούργησε την περίοδο του πρώτου εγκλεισμού (καραντίνα). Εδώ παρουσιάζουμε τις δύο.
Στα μικρά εισαγωγικό του κείμενα έγραψε για την κάθε ξεχωριστή ενότητα:
Αυτοπορτρέτα με φίλους
(για τη συντήρηση στη μνήμη της ανάγκης για ανθρώπινες επαφές).
Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού δημιουργήθηκε η επιτακτική ανάγκη να βρεθώ ξανά με φίλους και γνωστούς. Δεν μου αρκούσαν οι ειδήσεις στην τηλεόραση ή την οθόνη του υπολογιστή μου.
Το ημερολόγιο το οποίο διατηρούσα στο FB ήταν μία μορφή επαφής (μέσω των αντιδράσεων στις ημερήσιες καταχωρήσεις μου) αλλά δεν έφτανε. Αποφάσισα να κατεβάζω φωτό τους (όσων αντιδρούσανε στις αναρτήσεις μου), φωτό που είχανε ανεβάσει οι ίδιοι στη σελίδα τους (στο συγκεκριμένο μέσον που μας διατηρούσε σε επαφή) και να φέρνω (αυτές τις φωτογραφίες) κοντά σε δικά μου αυτοπορτρέτα, τα οποία θα δημιουργούσα σε «ελεγχόμενες» συνθήκες.
Σαν studio για αυτά τα αυτοπορτρέτα μου επιλέχθηκε ένας τόπος – μη τόπος. Το μεταίχμιο μεταξύ της μέσα στο σπίτι «φυλακής» και το μπαλκόνι μου, ένα μέρος που παρά τα όποια προβλήματα με έφερνε σε μία «επαφή» με την πόλη μου και την κοινωνία, που τόσο μου έλλειπε. Εγώ στο μεταίχμιο του μέσα και του έξω. Η φωτογραφία με το φως και το σκοτάδι, ταυτόχρονα, για νέες ισορροπίες, γεννήματα μιας απούσας από την εικόνα ανισόρροπης συνθήκης, του εγκλεισμού.
Η φόρμα σε κάθε εικόνα θα ήταν η συνύπαρξη των δύο (φίλων) σε μία τεχνητή, μία κατασκευασμένη εικόνα/πραγματικότητα, με τη μορφή της «αλατιέρας». Σε αυτούς τους πρωτόγνωρα σκοτεινούς καιρούς αυτή η ισορροπία θα εξασφάλιζε παρεμφερείς επαναλήψημες εικόνες (κάτι σαν σειρά εικόνων) που στο σύνολό τους θα μπορούσαν να καταργήσουν την όποια «μάσκα» του δημιουργού τους. Για την πραγματοποίησή της δεν θα έπρεπε να υφίσταται ελεγχόμενο κάδρο, κάτι που θα προσέφερε ένα τρίποδο ή ένα σύγχρονο κινητό διπλής οθόνης. Όλα έπρεπε να γίνουν σε καθεστώς χαοτικής τυχαιότητας, με λήψεις στο χέρι μιας μηχανής δίχως ιδιαίτερο ευρυγώνιο φακό, ώστε να «κόψω» εκ των υστέρων τα περιττά.
Στη δεύτερη φάση αυτής της ενασχόλησης, απεύθυνα ανοικτή αίτηση προς όλους, να μου στείλουν οι ίδιοι μία φωτό επιλογής τους, ώστε να συνεχίσω αυτό το project ακόμα πιο συνεργατικά.
Το αποτέλεσμα είναι μία σχέση εξάρτησης δίχως ανταγωνισμούς. Μία περίτρανη απόδειξη του πόσο η φωτογραφία μπορεί να μας ενώνει. Τα κοινά μας φωτογραφικά ζευγάρια, ίσως, είναι και μία μέθοδος απόδρασης από τα αυτοπορτρέτα του ενός, του φωτογράφου με το φωτογραφικό εγώ του.
Αυτές οι ανθρώπινες σχέσεις, που «εικονογράφησαν» μία εποχή, παγιδευμένες σε μία φωτογραφία, απόδειξη των διαδράσεων σε ένα παρελθόν, που έγινε ζωτικής σημασίας παρόν (για εμένα), ξανάγινε (κι όλας) μακρινό παρελθόν.
Κι όμως, οι φωτογραφίες παραμένουν.
Ανθρωπιστικές Επιστήμες
(περί της συνύπαρξης δύο διαφορετικών γλωσσών, φωτογραφία-κείμενο)
Τα υποδήματα του κάθε επαγγέλματος.
Προκειμένου να συμφιλιώσουμε τον κοινό νου του αναγνώστη της εικόνας με τα δικαιώματα της λογικής της αλήθειας, δανειζόμαστε, για να βοηθήσουμε την αφήγηση, την ιδέα του δυνατού κόσμου (με τη χρήση της ενσωματωμένης στο corpus της φωτογραφίας «λεζάντας»).
Το κείμενο τίθεται από το δημιουργό της εικόνας με πρόθεση να βοηθήσει στην κατανόηση των όσων βλέπει ο θεατής της εικόνας του. Δηλώνει αυτό που γνωρίζει ο φωτογράφος, άρα το δεδομένο. Γίνεται, όμως, πιστευτή αυτή η δήλωση; Γιατί αν όχι, προκαλεί ερωτήματα.
Αυτές οι απόλυτα λιτά οργανωμένες εικόνες δεν φέρουν άλλες εξωτερικές ή εσωτερικές αποδείξεις ή σημεία στήριξης για άλλου τύπου συνδέσεις του κειμένου και του φωτογραφημένου αντικειμένου. Το γεγονός αυτό προβληματίζει καθώς περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις απαγωγές, άρα και τις υποθέσεις για δημιουργία κριτηρίων προς επιβεβαίωση ή διαπραγμάτευση.
Τα παπούτσια, ως περιφερειακό γνώρισμα μίας ιδιότητας, δίχως άλλα εργαλεία ή χαρακτηριστικά, θέτουν το ερώτημα κατά πόσον μπορούμε να τα εμπιστευόμαστε και γιατί (ότι συσχετίζονται με την ιδιότητα ή επάγγελμα που αναφέρει το κείμενο). Μοιάζουν κοινά. Μα αν δεν εμπιστευόμαστε, πρέπει να δυσπιστούμε στην υποτίθεται αυθεντική συμπαραδήλωση του κειμένου που εμπεριέχεται ή συνοδεύει τη φωτογραφία με προφανείς ή ασυνήθιστες σημασίες.
Αυτή η δυσκολία να αναγνωρίσει ο θεατής την αλήθεια ή το παιγνιώδες της προσφερόμενης από τον καλλιτέχνη προκλητικής αφήγησης, οδηγεί (το θεατή) σε απομάκρυνση από την περαιτέρω προσπάθεια ανάλυσης, τοποθέτησης και διάδρασης με το έργο, μόνο και μόνο για λόγους αυτοπροστασίας, για να μην μετατραπεί σε έναν νέο Οιδίποδα, σε κάποιον δηλαδή που θα σχολιάσει και πράξει πράγματα για τα οποία θα μετανιώσει σύντομα και στην πιο ακραία περίπτωση, θα τον αναγκάσουν, σε μία κρίση τιμιότητας ως προς τον εαυτό του, να βγάλει τα μάτια του, γιατί δεν τον οδήγησαν στη σωστή κατανόηση των γεγονότων, κάτι που οπωσδήποτε μπορεί να γνωρίζει ο κάθε τυφλός Τειρεσίας.
Η αποθάρρυνση του θεατή τι έχει να προσφέρει στην ασταθή, έτσι και αλλιώς, και ανοικτή ερμηνεία μίας φωτογραφίας;
Αν η προσθήκη κειμένου αδυνατεί να παράσχει ερμηνεία, τότε τι χρειάζεται μία τέτοια φωτογραφία;
Ποια τα όρια της αποδόμησης του νοήματος, του περιεχομένου ή της σχέσης ενός έργου τέχνης με τη ζωή;
Αυτές οι εικόνες του «τίποτα» είναι επικίνδυνες(;).